Τ’ ανθογυάλι ξεχείλισε στη βεράντα,
ρέει απ’ το βάζο η αιφνίδια βροχή
και πνίγεται ο ίανθος.
«Θέ μου κατρακυλά» φωνάζει η χήρα.
Ήμουν δεν ήμουνα 7 ετών.
Τότε απ’ το στόμα απέβαλα
το έκκριμα του τρόμου,
το σάλιο του ορφανού που κύλησε
μέσα σε γνάθο βίας.
Ιαβέρειος υπογράφω.