'Μια βόλτα στο δάσος'


Σ’ αγριογένια άγουρα ανάμεσα περνούσα
καταμεσής αμέρωτης υπαίθρου
και βελόνιαζε.
Τσιμπολογούσε απ’ τη κρούστα του κορμιού
σα να κεντούσε μου το είδος.
Πείσμα εγώ.
Συνέχιζα γδυμνός κι αιμόφυρτος στα στήθη,
ίδια τροπαιοφόρου ρότα.

Ντράπηκα τον κάματο όταν με λύγιζε.
Παρεξήγα με.

Αδράνησα στον πρώτο βράχο.
Μικρό ξαπόστεμα, δυο – τρεις ανάσες στα κρυφά
και πλατανόφυλλα στα τραύματα μου.

Ορθώθηκα αιφνίδια.
Τι σκέφτηκα;
Τίποτα δε σκέφτηκα ο αμαθής.

Μονάχα το σακάκι του θεού είδα εμπρός μου.
Το παρντεσού της μοναξιάς κρεμάμενο.
Τη φλοίδα coup detat,
το σκέπασμα της βίας.

Αγάντα.

...