Πλατεία
Τη μπρούτζινη ιδέα.
Την κάνει άκαμπτη, δίχως καμπύλες,
ψάχνει παρέα.
ούτε σε ναυπηγεία
Έχει για δούλεψη, μικρή
στέγη περιστερώνα
σ’ ένα βουνό απόμακρο
με στη παρανομία.
νιώθει γοργά το γέρας
σα το καλέμι του βροντά
στο σκάλισμα του μπρούτζου.
Αυτό το χτύπημα
δεν είναι σα τα άλλα.
θνητών ιώδιο, λυγμός
που ορυχάλκει το διωγμό
σε περιστέρι ύστατο
και το αιματοβάφει.
στο λίκνο της αντάρας
και με βαρύ φτερούγισμα
κινάει για τη πόλη
μη νoιάζοντας ποσώς
που ΄ναι κηλιδωμένο.
στης Αττικής τα τείχη.
Ένας λεκές αιώνιος
στο χαΐδεμα της λεύκης.
σε μέτωπο ανδριάντα
ενός αντάρτη ένδοξου
το μπρούτζινο κεφάλι
μα είναι χερομάχοι.
Ρίχνουνε στα κλεφτά ματιά,
δε στέκονται, περνούν
εξαπατήθηκαν!
οι φαύλοι ολιγάρχοι.
Η πεισμονή κρίνει χαμό.
Το περιστέρι πέτρωσε τον αγιασμό
με εκφορά κρανίου.
με θεατές παντού
στη κεντρική πλατεία
είν’ του Κερατσινίου.
μ’ αιτία το βλαστό μου
που λείανε εν μια νυκτί
μπρούτζο γεμάτο μώλωπες
με ξύλινα κοπίδια.
Εγώ τα γράφω.