απολογία
.
δρόμοι π' αγάπησα

και κάρφωσα στη πίσσα
λύσσα που έσταξα
κι αντάμωσα στον ερχομό,
το όνειρο.

υπάρχω σ' άλλα σώματα
και περπατώ
γλιστρώ στη τσέπη μου
μήπως και βρω,
το γέρας.

θυμούμαι το νονό
απόγονο μίας μητριαρχίας
να τρώει τη λαμπάδα μου,
φάτην.

κι άλλοι δρόμοι να κολλούν
γεμάτοι μέλι
βήμα αργό
και γύρω μέλισσες
να προσκυνούν,
έναν τεμπέλη.

εμένα θα νηστέψω
ναι - τ' αποφάσισα
μήπως και γίνω τρόφιμος,
στην αγκαλιά σου.

σαν αποβίβαση θανάτου
γιατί και στις κηδείες ακόμη
υπάρχει κινητικότητα,
έντονη.

λες κι όλοι έχουμε
κάποιο μικρό
κάποιο μεγάλο
πάντως έγκλημα,
να κρύψουμε.

.

.
τα μάτια μου είναι ο διάολος

κι ο ίσκιος μου λιβάνι
.
πίνει τη σκιά η θάλασσα
κι εσύ ψάχνεις λιμάνι
.
γιβραλτάρ και λίβερπουλ
κατάνια ή πόρο;
.
κι έγινες ωσάν το τρακαδόρο
που έχει πάντα στη κωλότσεπη τσακμάκι
.

τα παχιά σκυλιά των λιμανιών
είναι το δείγμα της ζωής
κρυφοί υποβολείς
της παρενέργειας μας

όπως γεμάτα τεμπελιά
κάτουρα
και σημάδια
μη παίρνουν προσταγές ταξιδιωτών
κι άλλων τινών εμπόρων

είναι τα παχιά σκυλιά των λιμανιών
που ΄χουν στο βλέμμα τους χρησμούς
αν τύχει και κοιτάξουν
αν δε σ' ειρωνευτούν
αν δε σου βγάλουν δόντια

στο μπες-βγες

καθώς στου άλατος το ψύχος ζουν
αδρά και άπραγα
μέχρι τη στιγμή του χρέους

την ώρα αυτή που σαν ερθεί
πράττουν κατα συνείδηση

λοιπόν,
αυτά φυλάσσουνε τους ποιητές.

πάνε κι έρχονται τα αεροπλάνα
πουλιά που αποδημούν μες στο χειμώνα
ξύνοντας τους ουρανούς της νύχτας
με τα φτερά τα ασημένια

κι όλο σβήνουν κάθε τόσο
σαν της θάλασσας τους φάρους
μ' αυτά κινούνται κι είν' στο χάος
και γω ουραγός στη γη.

κι άξαφνα καθώς πετούνε
κουβαλώντας ταξιδιώτες
στάζει στον αιθέρα αίμα
κηλιδώνεται το σύμπαν.

πέφτουν πόδια, χέρια, κάρτες
διαβατήρια συνόρων
κ' έτσι λέω στο διπλανό μου:
μπήκανε στην Ιταλία.

...