-Η νοσοκόμα-
Η βάρδια της τελείωσε. Έφυγε από το νοσοκομείο εχοντας στη τσέπη ωοθήκες. Άλλωστε - θεός φυλάξει΄- γνώριζε καλά πως πατά απάνω στους πρόποδες της ιστορίας. Φτάνοντας σπίτι έβαλε αμέσως πράσινο τσάι. Κοίταξε στο παράθυρο, κι από την απέναντι πολυκατοικία μία νεαρή τίναζε ένα άσπρο σεντόνι στη χούφτα του ανέμου.
νάτοι οι αχθοφόροι, νάτοι
που μας κουβαλούν τα θαύματα
μέσα σε φιδόδερμα σακιά
μες στο ημισφαίριο της νύχτας
πληγωμένοι σαν μου μοιάζουν
ω θεέ μου λίγο αλάτι
ρίξε τους στη θάλασσα
μη χαθούν τα θαύματα
που ν’ γεμάτοι τραύματα
και χουν γείρει σιωπηλά
πίσω από τη χαρά ο χάρος
και στο θάνατο χορό
νάτοι, νάτοι..
τραγουδούν και φτάνουν
μουλιασμένοι από χαρά.