Περί-ποίησης Η ποίηση είναι ο τύμβος του εξαθλιωμένου. Αποκόψτε τους ποιητές από τη ποίηση.
Η ποίηση δε γράφεται στον ελεύθερο χρόνο, γεννιέται όταν ο χρόνος έχει πάψει.
Η ποίηση δεν έχει συναίσθηση τού τί γράφει, παρά μόνον αίσθηση του μεγέθους τού αναστεναγμού καθώς το γράφει. Ο αναστεναγμός είναι ο μοναδικός κριτής.
Η ποίηση δεν είναι τα προκαταρκτικά του ύπνου. Είναι ο οργασμός του ξύπνιου.
Η ποίηση αποτελεί μια διαδικασία συνεχιζόμενης πτώσης όπου όταν φτάνεις στο πάτο, καταλαβαίνεις πια πως πάτος δεν υπάρχει.
H Ποίηση μοιάζει με το νεαρό πίσω από το οδόφραγμα καθώς αυτός σκέφτεται πως ξέχασε το βιβλίο του Ρεμπώ στο λεωφορείο.
Η ποίηση δε κρίνεται στο ποιητικό έργο, αλλά στο πόσο ο δημιουργός της το πράττει.
Η ποίηση μοιάζει με τη μνήμη ενός γέρου καθώς για χρόνια προσπαθεί να θυμηθεί το όνομα της πρώτης του αγαπημένης που έχει ξεθωριάσει στο αριστερό μπράτσο του.
Η ποίηση δεν έχει ανάγκη από την ποιητική αδεία. Η ηδονή της παρανομίας είναι το Παν γι' αυτή.
Η ποίηση μοιάζει με μία κλειστή θάλασσα που δεν έχει γνωρίσει ποτέ της το κύμα. Είναι μια ζωή προοπτικής χωρίς όμως απρόοπτο.
Η ποίηση μοιάζει με το περιστέρι που γλύφεται καθώς πατά πάνω στο κρανίο του σκιάχτρου.
Η ποίηση θα πρέπει να αποτελεί μια αισθαντική τάση που αρνείται να αποκρυσταλλωθεί σε ρεύμα από φόβο μη γίνει αντικείμενο των γνώσεων και των επιστημών. Η ποίηση μοιάζει με μια σόμπα μέσα στο καταχείμωνο που έχει για καυσόξυλα τις λέξεις.
Η ποίηση ακροβατεί σε μιαν αντίφαση. Οι ποιητές, τα πιο υπομονετικά όντα της γραφής, να απευθύνονται στους αναγνώστες τους, στα πιο βιαστικά όντα της ανάγνωσης. Βλέπεις τα πρόσημα δεν έχουν σημασία. . Η ποίηση είναι η έκπληξη στα μάτια σου όταν ακούς για πρώτη φορά τη λέξη 'αλεξήλιο' και ακυρώνεις το ραντεβού. Σήμερα θα μείνεις μέσα. Η ποίηση είναι σκληρή όσο μια πέτρα. Αν δε την σμιλεύσεις σωστά ώστε να της δώσεις το σχήμα που εσύ επιθυμείς, θα σου κρεμάσει στο λαιμό χωρίς να το καταλάβεις. Κι ύστερα οι βόλτες στη θάλασσα κομμένες.
Η ποίηση μοιάζει με επιτραπέζιο παιχνίδι... Εσύ, ως παίχτης να παίζεις monopoly επάνω στις πληγές σου καθώς πηγαινοφέρνεις το πιόνι σου από σημάδι σε σημάδι πάνω στο γυμνό σου σώμα. Μόνο που το πιόνι σου είναι ένα κέρμα σε απόσυρση, σαν τα πενηνταράκια τα παλιά που' χουν στο κέντρο τρύπα. Κι αυτό είναι το μόνο αντίτιμο, μα πως να σπάσεις το συμβόλαιο θανάτου; .
Η ποίηση είναι η προτίμηση στην υπόνοια.
Η ποίηση είναι μια μικρή μοιχεία απ' τή ζωή, μια παράνομη σχέση που λείπει όμως η εταίρα. Θα έλεγα μοιάζει με έναν κρυφό αυνανισμό.
Η ποίηση μοιάζει με τη κραυγή του πεινασμένου που αντί για ωμό κρέας του προσφέρεις γλυκό του κουταλιού.
Η ποίηση μοιάζει με τον ήχο που βγάζει ένα κουτάκι μπύρας τα χαράματα σε μια βρεγμένη άσφαλτο, καθώς παρασύρεται από τον άνεμο, και παρ' όλο που εμφανίζεται ως μια ασήμαντη λεπτομέρια του χειμώνα ξεσηκώνει όλη τη γειτονιά.
Η ποίηση πρέπει να ντρέπεται που γράφεται.
Η ποίηση είναι να μη πιστεύεις σε ηλικίες και θεσμούς, σε χρόνια και σε ορισμούς, στο ψέμα και σε μένα.
απ' τα πινέλα των συντηρητών καθώς παραπατούν επάνω στα μαδέρια τ' ουρανού πάνε κι έρχονται επάνω στα μαδέρια τ' ουρανού με φόρμες εργασίας οι συντηρητές με φόρμες ριγωτές οι εμπρηστές που χουν απάνω αριθμούς και τρέχουν στα μαδέρια τ' ουρανού οι πολεμιστές να βιάζονται να κλείσουν τον αιώνα οι ληστές να κλείσουν τον αιώνα.
όρθιος ο άνθρωπος
πάνω ήλιος κάτω αύγουστος κι η πεδιάδα η σταχιά φλέγεται χωρίς φωτιά αποβάλλει απ' το δέρμα της το καυτό της χνώτο τί γύρευες εκεί;
σε είδα να τη διασχίζεις με βήματα προσεχτικά λες και πρωτοπερπατούσες δε τόλμαγαν τα δυο σου πόδια
όρθιος ο άνθρωπος ένας αιώνιος ζογκλέρ καθώς η γη γυρνά κι εσύ γλιστράς απ' τη κυρτότητά της
σε είδα να σκοντάφτεις να τσακίζεσαι στα γόνατα βρισκόσουνα καταμεσής της πεδιάδας τι γύρευες εκεί; ποιός σε μέθυσε; ξεμέθυσε στάσου στα πόδια σου σήκω απ' τη γη δε σηκωνόσουν γιατί; εσύ καιγόσουν λίγο μπουσούλησες μόνο τα αίματα πασάλειψες κι έπαψες τη προσπάθεια ΣΗΚΩ ΕΙΠΑ δε σηκωνόσουν άχνισες σύντομα κι έσβησες σα κερί που ακουμπά τη γλώσσα
στη πεδιάδα του θεού ο άνθρωπος το μόνο ζώο που σκοντάφτει καθώς η γη γυρνά κι εσύ γλιστράς απ' τη κυρτότητα της.
Τα σημάδια
άδειασε η ακτή
και μείναν οι κρατήρες
γιατί
τα βήματά εφάπτονται
στην αμμουδιά
κατά χιλιάδες
οι άνθρωποι θαρρείς ζυγώσανε
σιμά
βρίσκονται αγκαλιά
σα να γνωρίζονται από τα πριν
όλοι τους αγαπιούνται
παλιοί γνωστοί
δε λησμονιούνται
μόνο
γιορτάζουνε
το ανθρώπινο γένος
γιορτάζουνε
το τέλος του εγωισμού
γιορτάζουνε την επαφή
γιορτάζουνε
τα βήματα εφάπτονται
στην αμμουδιά
κατά χιλιάδες
λες κι ήρθε το αντάμωμα
οι άνθρωποι αγγίζονται θαρρείς
απ’ τις πατημασιές τους
δείχνουν τα σώματά τους
άφοβα
κόκκινες γλώσσες
μια τελετή
καθώς
πενθούνε
την απόσταση
πενθούνε
τα χαμένα χρόνια
ξορκίζουνε το πόλεμο
τα φράγματα
το μίσος
τα βήματα εφάπτονται
στην αμμουδιά
κατά χιλιάδες
σα να ΄γινε γιορτή
χαμόγελα
ανακωχή
και όρκοι
ποτέ ξανά μη χωριστούνε
κι ήρθε βαρύς χειμώνας
απλώσανε οι δρόμοι
βιαστικοί
στη πόλη θύελλες
κι οι άνθρωποι πιάσαν τα πεζοδρόμια
τώρα κρατούσανε ομπρέλες
κοφτερές
που βγάζανε τα μάτια
τρέχανε οι πεζοί
γλιστρούσαν
με μαχαίρια
σκόνταφταν στο πλακόστρωτο
κατά χιλιάδες
περαστικοί στη κόψη προσπερνούσαν
κερδίζαν τη σειρά
γιατί όλα είχαν προορισμό
και τίποτα δεν άφηνε πια ίχνη
στο πάτωμα
αυτό ήταν το τέλειο έγκλημα
γιατί όλα είχαν ξεχαστεί
κι ο
πάγος
πάγος
πάγος
έκαιγε τη κόκκινη γλώσσα.
Κώστας Πένθιμος 1894 - 1960
φτερά και άφτερα, κι η φτέρνα αυτιά φτουρά. Εφτά πανσέληνες εφτά. Λεφτά, ευτέλεια.