' Εν μέσω καταιγίδας '

Τ’ ανθογυάλι ξεχείλισε στη βεράντα,
ρέει απ’ το βάζο η αιφνίδια βροχή

και πνίγεται ο ίανθος.

«Θέ μου κατρακυλά» φωνάζει η χήρα.

Ήμουν δεν ήμουνα 7 ετών.

Τότε απ’ το στόμα απέβαλα

το έκκριμα του τρόμου,

το σάλιο του ορφανού που κύλησε

μέσα σε γνάθο βίας.

Ιαβέρειος υπογράφω
.


' Ηarvest - night '



Η νύχτα έχει τον δικό της θεό,

όλος ο θόλος ιερό,

όλ’ η σιωπή μια τελετή,

κι άστρα που ασκητεύουν.


Φώτα της πόλης τα κεριά,

με τα βουνά για εικόνες,

για ψαλμωδούς: αέρηδες

και για πιστούς παντοτινούς,

εμάς,

τους ποιητές τους σκόρπιους.




' Η γενιά μου '




'steel hug' o7


Είμαστε τα παιδιά αρχαιοκάπηλων πατέρων.
Οι βλαστοί μιας σκαμμένης αυλής.

Πώς να παίξεις εκεί;

Σε τρύπες πέφταμε, μέσα σε σκάμματα ματώναμε τα πόδια.

Πάψαμε το κυνηγητό.

Κι ύστερα κρυβόμασταν μέσα σε λάκκους,
έκθετα τα οστά

και μες τα βουητά του τρόμου πάψαμε και το κρυφτό.

Χωρίς παιχνίδι μεγάλωσε η γενιά μου.
Και τι να μας ενώσει μετά,

σκορπίσαμε εδώ κι εκεί.

Γινήκαμε κομμάτια ενός αγγείου,
θραύσματα,

συντρίμμια μελανί,

που 'χουν απάνω πινελιές
ενός ζωγράφου ένδοξου.

Κι η ευκαιρία χάθηκε.

Δε θα κολλήσουνε ποτέ,

και κανείς δε θα μάθει την αναπαράσταση του.

Μα εγώ ξέρω.
Τι απεικόνιζε με ρωτας.
Θα σου πω εγώ τι απεικόνιζε:

' την αυτοκτονία του Αίαντα ' , λοιπόν.
Tου Εξηκία έργο.

Αυτή η γενιά μου.
Τα παιδιά των αρχαιοκάπηλων πατέρων.

Οι ψηλαφητές ανασκαφών λαθραίων.

Οι αυτόχειρες γιοι.

Χωματίστε μας.



Σε ένα δάσος που μύριζε καμμένο πεύκο,
σε μολυσμένη γη
μία γριά μάζευε σαλιγκάρια.

Τα σωζε λίγο πριν φαν τη στάχτη.





Μία ελόβια θλίψη
αποπνέει η μέρα.
Οι φυλλωσιές ατάραχες
σκορπούν την ησυχία.

Σσσ.. βήματα!
Έχουν τα δέντρα πόδια;
Δεν έχουν.

Τα πόδια ριζώνουν, μαλάκα.



' Η γειτονιά του Όλιβερ Τουίστ '



' Το φιλί '

« Πως ανοίγουν οι πόροι στην ανατριχίλα ;
Πως κραδαίνει τα χείλια το βλέμμα στο κορμί σου ;
Πόσο μισώ το μάγο της φυλής σου ;
Μα ένα φιλί σου μοναχά ζητώ,
μέσα στο μάτι του κυκλώνα.
Κι ας είναι τωρινό, πειθήνιο.
Φιλί του εικοστού αιώνα.»




« Είναι κάτι στιγμές που άλλα λέω ‘γω

και γι’ άλλα εσύ μιλάς.
Όμως το ξέρω.

Συμφωνούμε.

Κάποτε είχα ένα φίλο,
τι θα πουλά αυτές τις μέρες ;»




' The meeting is over '



' Έκδυση '

« Η δορά κι η δέψη.
Ρομά η σκέψη,

μακριά.

Στο δρόμο μια γριά,

στους ώμους κουβαλά
περήφανα μια γούνα.

Δε το ξέρει και της αντιλαλώ :

Είναι

Από

Δέρμα
ΑΝΘΡΩΠΟΥ!
»


' Π λ έ ι μ ο μ π ι λ '



Και μετά ήρθαν τα παιδιά.
Τότε κατάλαβα:
‘το παιχνίδι δε το σταματά ούτε ο πόλεμος ο ίδιος’.

Μέσα στα ερείπια έτρεχαν,
κρυβόντουσαν πίσω από φράχτες με αίμα.
Ανέμελα ψάχναν’ τους φίλους τους.
Πηδώντας, φωνάζοντας τη νίκη.

«Σ’ έπιασα!»

Παίζανε πόλεμο στα ψέματα
κάναν’ τη βία αθώα.
Η μέρα έδυε, κι αυτά πυροβολούσαν τρύπες
πετροβολούσαν σύννεφα.
Κόβαν’ τα πόδια σκύλων.

Κύριε!
Στ’ αλήθεια παίζαν’ πόλεμο.
Πόλεμο στο πόλεμο,
βία στη βία.

Τότε κατάλαβα:
‘το πόλεμο δεν το σταματούν ούτε τα παιδιά τα ίδια’.



...