νερό
πάνω στο κρύσταλλο
σπασμένο τζάμι
θρύψαλο
καθρέφτισμα στο μνήμα
καθώς το
πριονίζει
μια ανατολή
συλλεκτική


Λευκά σύννεφα
μια βραχονησίδα
θάλασσα
κι ένα αλμυρίκι.
Μια συστάδα καλαμιών.
Ο τάφος μου.


η ταχύτητα της σκιάς τρέχει
με δύο σαββατόβραδα την ώρα.

σαλαμίνα

να σε ξυπνούνε τα σκυλιά

σηκώνεσαι
νιώθεις το σφίξιμο στα στήθη
είσαι ένα άνεργο καθίκι
και τρως για πρωινό σκουριά
με συντροφιά
τον ήλιο που δε θέλει

η μέρα σου κυλά
και κάνεις περιπάτους
καθώς περνάς απ' το χωριό
και δε μιλάς
εσύ πηγαίνεις στα βουνά
και σκάβεις για τον άνθρωπο
το τάφο που δε θέλει

πώς στάζει το ρετσίνι;
τι βάθος έχει ο ρετσινόλακκος;
και το ασβεστοκάμινο
την πέτρα πως τη λιώνει;

άνθρωπε αστε
άνθρωπε θαυματουργέ
δε θα θαυμάσεις
ποτέ σου
το αθαύμαστο.

λυγμός (ό), κοιν. αναφιλητό. Αλλεπάλληλος σπασμωδική σύσπασις του διαφράγματος και των μυών του στήθους, συνεπαγόμενη αλλοίωσιν της φωνής εις κλαυθμόν και εμφανιζόμενη επί ισχυράς θλίψεως, ιδίως κατόπιν οξέων θρήνων.

επίτομον ορθογραφικόν και εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν ΗΛΙΟΥ, 1953

ο δεσμοφύλακας

με το δεξί
κάνεις τη προσευχή σου χέρι
και με τ' αριστερό
πιάνεις σφιχτά σου το μαχαίρι
τρυπάς τον άρτο διάβολε
σα να τρυπάς το σώμα
και χορτασμένος σου το στόμα
κινάς για τη δουλειά
καμαρωτά
σταυρώνοντας τα ξίφη

πατήρ
υιός
και φυλακές τρικάλων.

...