Η μοιρασιά



Ο άνεμος μετακινεί το τόπο μου.
Μια θηλιά στο μέτωπο της νύχτας: σφίγγει.
Στο πέρας του στροβίλου η πατρίδα θα σκιστεί.
Ας γίνει μοιρασιά.

Κλέψτε της τον ύμνο κι αφήστε μου τον ουρανό.
Πάρτε σεις σημαίες κι εγώ τις κορυφές.
Πάρτε και τ’ αγάλματα σ’ αντάλλαγμα τη πέτρα.
Κι όσο για τη Χάρυβδη χαλάλι σας κι αυτή.

Μα προς θεού, αφήστε μου τη Σκύλα.


Δεν έχουν πούπουλα
Σύννεφα μέσα στα μαξιλάρια

Και όνειρα δε βλέπουμε
Στον ύπνο μας διαβόλους χαιρετάμε

Τα γάντια μας δεν έχουν υφανθεί
είν’ από κολλημένο χιόνι

Κι όσο για τη ζωή, δε ζούμε
στα χέρια μας κρατούμε τη περόνη


samson rakas 07


Ποιος συνάντησε στην εξοχή γωνία;

Μια σφαίρα η φαντασία:
Φίδια / κρεμάμενα παιδιά σε λεύκες / κι ησυχία.

Κι ύστερα ‘πο διακόσια χρόνια η σφαίρα σπάει:
οι ρουφιάνοι ανάποδα / το εκκρεμές / και το αμόνι.

Και πάνω στην καινούργια ανάσταση τα σύμβολα θα μας προδώσουν.
Σταυροί, ομόκεντρα, μαύρες σημαίες.
Γροθιές και μισοφέγγαρα και κόκκινα αστέρια.

Μας πάγωσαν τη φαντασία κι όλα χάθηκαν ξανά.
Να πεις δεν είχαμε τα τόξα;
Τα ‘χαμε!

Όμως τα βέλη;


Λίγοπριν

Είμαστε Λίγοπριν και σκαρφαλώνουμε σε λόφους.
Διψούμε Λίγοπριν καθώς κρυβόμαστε μες τα φυλάκια του δάσους.
Φτάνουμε στη κορφή κι αναρωτιόμαστε;
Είναι ζωή αυτό;

Κι όμως κλεισμένοι σε κουφάρια κάνουμ’ όνειρα,
Τολμάμε να χορεύουμε με καμουφλάζ.
Αυτοί μας κυνηγούν κι εμείς τους τραγουδούμε.

Άλλοτε πάλι τρέχουμε καμπυλωτά.
Γυροφέρνουμε σ’ αλώνια Λίγοπριν με ανοιχτά τα χέρια
τ’ άλογα θα κάναμε ή μήπως τους τρελούς λαγούς;
Θ’ αρπάξουμε.

Το σούρουπο κατηφορίζουμε για το φαράγγι
Κι εκεί θα πέσουμε σ’ ενέδρα.
Μας πυροβολούνε δίχως οίκτο.
Λυγίζουμε στο χώμα Λίγοπριν.

Κι όμως Λίγοπριν θα νιώσουμε στην ύστατη ανάσα μας τον άνεμο σαν χάδι.
Δεν ήμαστ’ ήρωες.
Είμαστε του Λίγοπριν οι ζώντες.


Ο λιποτάκτης














.

.


...

..

.

.

Ένας τυφλός συγκρούεται με μια κολώνα.
Εκλογολόγοι με ουρά, θα βρω τους αδελφούς μου.
Συφορά, συφορά.
Που πήγανε τα πούπουλα; Φαντάσματα μουσείων κι όρνιθες.
Έκτοτε το μαξιλάρι κούφιο.
Κατά κει τα δυο φορεία προχωρούν, του Κουροσάβα έργο.
Ντιβάνι στον αυχένα, τι τα θες.
Ο χρόνος πισωπάτησε, η ταξική μου βία, μέσα σε ιπτάμενα λεωφορεία.
Κλοπή!
Κύριοι αστυνομικοί. Λιποτάκτης είμαι.

Θα βρω τους αδελφούς μου.
Κάτω στη ποταμόσκαλα, ίσως εκεί.

Γύρω από τη θάλασσα της Αττικής, στο Σούνιο
Ίσως αυτός ο Ιταλός που κουβαλά κλαδί ελιάς.

Ο Ποσειδώνας τι θεός.
Εωσότου, δεν είμαι λυρικός.
Θα βρω τους αδελφούς μου.

Ως τότε θα κρατώ μαντίλι, μάντιλο, μαντίλα.

Το σβήνω αυτό.

Ως τότε θα κλαίω.

Δεν είμαι λυρικός, ένα ερωτικό τρίγωνο.

Ας κάνουμε μια νέα αρχή
κι ας κόψουμε τη βασιλόπιτα για ανθρώπους.
Μη δώσουμε στη παναγία
ουτε και στο χριστό
κι αν μας κακοκαρδίσουνε
εγώ θα 'μαι που θα τους πω
'sorry, no vacancies this year'.







Το Σαρδόνιο γέλιο

'Η μοίρα του καραβιού είναι να πνίγεται΄, ψιθύρισα νωχελικά.

Δεν ήμουν όμως βέβαιος.
Στα πάντα ανήκει ένα τέλος μα το τέλος ποικίλλει.

Δε ξέρω αν σας φαίνεται αστείο αυτό που λέω,
πάντως εκείνη τη στιγμή ο διπλανός τοίχος σείστηκε.
Ένα Σαρδόνιο γέλιο μ' έκανε να αισθανθώ ντροπιασμένος.
Δε ξαναμίλησα για ώρα.


Ώσπου άρχισαν να χτυπούν καμπάνες. Ο ουρανός άστραψε χυδαία.
Άλλαζε ο χρόνος, Πρωτοχρονιά.
Μέσα σε αυτή την οχλοβοή βρήκα πάτημα :
'Η μοίρα του καραβιού είναι να πνίγεται' ξαναψιθύρισα σπασμωδικά.
Πάλι το αγενές γέλιο με γονάτισε.

Κι έτσι, γονατισμένος μοναχός άρπαξα μολύβι
και με το Σταυρό στο χέρι έγραψα:

'Το καράβι σώθηκε, μα βρίσκεται στο πάτο'.
Η σιωπή απόλυτη.

...