δε πέφτουνε τ' αστέρια
η μπογιά ξεφεύγει

απ' τα πινέλα των συντηρητών
καθώς παραπατούν
επάνω στα μαδέρια τ' ουρανού
πάνε κι έρχονται
επάνω στα μαδέρια τ' ουρανού
με φόρμες εργασίας
οι συντηρητές
με φόρμες ριγωτές
οι εμπρηστές
που χουν απάνω αριθμούς
και τρέχουν στα μαδέρια τ' ουρανού
οι πολεμιστές
να βιάζονται να κλείσουν τον αιώνα
οι ληστές
να κλείσουν τον αιώνα.


όρθιος ο άνθρωπος

πάνω ήλιος
κάτω αύγουστος
κι η πεδιάδα η σταχιά
φλέγεται χωρίς φωτιά
αποβάλλει απ' το δέρμα της
το καυτό της χνώτο
τί γύρευες εκεί;

σε είδα να τη διασχίζεις
με βήματα προσεχτικά
λες και πρωτοπερπατούσες
δε τόλμαγαν τα δυο σου πόδια

όρθιος ο άνθρωπος
ένας αιώνιος ζογκλέρ
καθώς η γη γυρνά
κι εσύ γλιστράς
απ' τη κυρτότητά της

σε είδα να σκοντάφτεις
να τσακίζεσαι στα γόνατα
βρισκόσουνα καταμεσής της πεδιάδας
τι γύρευες εκεί;
ποιός σε μέθυσε;
ξεμέθυσε
στάσου στα πόδια σου
σήκω απ' τη γη
δε σηκωνόσουν
γιατί;
εσύ καιγόσουν
λίγο μπουσούλησες
μόνο τα αίματα πασάλειψες
κι έπαψες τη προσπάθεια
ΣΗΚΩ ΕΙΠΑ
δε σηκωνόσουν
άχνισες σύντομα
κι έσβησες σα κερί που ακουμπά τη γλώσσα

στη πεδιάδα του θεού ο άνθρωπος
το μόνο ζώο που σκοντάφτει
καθώς η γη γυρνά
κι εσύ γλιστράς
απ' τη κυρτότητα της.


Τα σημάδια

άδειασε η ακτή

και μείναν οι κρατήρες

γιατί


τα βήματά εφάπτονται

στην αμμουδιά

κατά χιλιάδες


οι άνθρωποι θαρρείς ζυγώσανε

σιμά

βρίσκονται αγκαλιά

σα να γνωρίζονται από τα πριν

όλοι τους αγαπιούνται

παλιοί γνωστοί

δε λησμονιούνται

μόνο

γιορτάζουνε

το ανθρώπινο γένος

γιορτάζουνε

το τέλος του εγωισμού

γιορτάζουνε την επαφή

γιορτάζουνε


τα βήματα εφάπτονται

στην αμμουδιά

κατά χιλιάδες


λες κι ήρθε το αντάμωμα

οι άνθρωποι αγγίζονται θαρρείς

απ’ τις πατημασιές τους

δείχνουν τα σώματά τους

άφοβα

κόκκινες γλώσσες

μια τελετή

καθώς

πενθούνε

την απόσταση

πενθούνε

τα χαμένα χρόνια

ξορκίζουνε το πόλεμο

τα φράγματα

το μίσος


τα βήματα εφάπτονται

στην αμμουδιά

κατά χιλιάδες


σα να ΄γινε γιορτή

χαμόγελα

ανακωχή

και όρκοι

ποτέ ξανά μη χωριστούνε


κι ήρθε βαρύς χειμώνας


απλώσανε οι δρόμοι

βιαστικοί

στη πόλη θύελλες

κι οι άνθρωποι πιάσαν τα πεζοδρόμια

τώρα κρατούσανε ομπρέλες

κοφτερές

που βγάζανε τα μάτια

τρέχανε οι πεζοί

γλιστρούσαν

με μαχαίρια

σκόνταφταν στο πλακόστρωτο

κατά χιλιάδες

περαστικοί στη κόψη προσπερνούσαν

κερδίζαν τη σειρά


γιατί όλα είχαν προορισμό

και τίποτα δεν άφηνε πια ίχνη

στο πάτωμα

αυτό ήταν το τέλειο έγκλημα

γιατί όλα είχαν ξεχαστεί


κι ο

πάγος

πάγος

πάγος


έκαιγε τη κόκκινη γλώσσα.

Κώστας Πένθιμος 1894 - 1960


φτερά και άφτερα,
κι η φτέρνα
αυτιά φτουρά.
Εφτά πανσέληνες
εφτά.
Λεφτά,
ευτέλεια.

Έ, δεν έχει κυριακή ο αύγουστος.

...