Και οι γονείς δηλώσαν εξαφάνιση

.

Ανοίγει το σταφύλι

και πετάει θάλασσα

επάνω στο μπερέ του ναύτη

.

κρυβόταν στη κληματαριά

μία σκιά στα χείλη

ντυμένος στα λευκά, τι ήτανε;

παιδί της επαρχίας

.

έγραφε και ποιήματα

αδιάφορο παιδί

Δανάη και Μαρία

κανείς δε τον πενθεί

.

ανοίγει το σταφύλι

και πετάει θάλασσα

να στάζει στου νεκρού το φρύδι

.

φρύδια και παρενθέσεις

που δε θα κλείσουνε ποτές

Οτι απόμεινε

φύλλα πλατάνου

μέσα στη τσέπη να φυτρώνουν

και να μας κυκλώνουν


Στροβιλιζόμαστε

μέσα στο χορό των άλλων

κι απ' το τίναγμα

να χάνουμε τα φύλλα


Γυμνός κορμός ο άνθρωπος

ένα κουφάρι στάχτυ

ότι απόμεινε

απ' τη δημιουργία


ο Ντεμπόρ

σκορπίζουν οι λαχνοί

και σκέφτομαι που μου χες πει
'θα ζήσουμε σα βασιλιάδες'

περπατούσαμε στο Γκάζι
'να πάρουμε κι ένα λαχνό'
πήραμε φωτιά κι οι δυο

στο Γκάζι
στη Καλαμαριά
κάτι σκυλάδικα κρύβουν τη νύχτα
μη βασανίζετε τη λουλουδού

οι τυχεροί λαγνοί
γίναν χαρταετοί
και μεις τραβούμε τις ουρές τους

στη Πατησίων να επιστρέψουμε
να κάνουμε ζιγκ-ζαγκ
κρατώντας το λαχείο
σα βασιλιάδες

θηρίο ο άνεμος
σκορπίζουν οι λαγνοί
γυμνοί ντρεπόμαστε
μες το νοσοκομείο
πανεπιστημιακό
δύο μπαλώματα πετρόλ


είχες πιει το θυμάμαι
πουτάνα μνήμη
για έναν Γκυ Ντεμπόρ
μας βάλαν απουσία

κι ο διευθυντής καθίκι
τώρα που το λέω
έμοιαζε του λαχειοπώλη
λες;

αποβολή στην αμμοβολή
στην αποβολή
στην αμμοβολή
στα μούτρα σας

γίναμε μέθυσοι
για έναν Γκυ Ντεμπόρ
έχασα το λαχείο
ή στο βυζί της νοσοκόμας
ξαπλώνει η ανθρωπότητα;

σε κουμπαρά βολεύω
τις αμαρτίες μου απoβραδίς
εγώ είμαι ο δίκαιος

ακουμπώντας τα χείλη στη σχισμή,
ψιθυρίζω τις ανομίες μιας μέρας που παρήλθε

κι ύστερα σαν ξεκολλώ τις παλάμες μου,
ξέρω να επιβιώνω
γιατί γνωρίζω το φετίχ της νέας μέρας

ο ύπνος δε πουλάει κάστανα

το μοτίβο της ποίησης
.
κι άλλοι γεράσανε με το μολύβι ανά χείρας
κι απ' τις πληγές τους έβγαινε πηχτό μελάνι
μα δεν αμέλησαν το κράτος να μισήσουν
.
είμαστε ασφαλώς κακέκτυπα κορμιού ενός Σεφέρη
όπως παρόμοια γδυνόμαστε μπροστά στις αστραπές,
μα κάτι ακόμη:
'εμείς θα χτυπηθούμε απ' τα πυρά τους'
.
νόθα παιδιά του Λόρδου Νόελ Μπάυρον
ωσαν κι αυτόν υψώνουμε στίχους στις Ακροπόλεις
μα καίρια η διαφορά αυτή:
'δε φοβόμαστε να φτύσουμε στο μάρμαρο επάνω'
.
ψηλά σηκώνουμε τον τρόμο μας
και ράγδην φτύνουμε στα χάμω
.
ώστε μπαλόνια κι ερπετά
για το μοτίβο της ποίησης
.

...