Το αίμα του τσιγγάνικο
τα χείλη του καυτά
άχνη στα μάτια
γιατί ο γύφτος πέθανε

αύριο πάλι

κι ο ποιητής με δάνειο.

.



hanged - love

hanged - love

hanged - love

hanged - love

hanged - love

hanged - love





Μια σβούρα ο θάνατος κι ύστερα οι λέξεις κόμποι.



'Μια βόλτα στο δάσος'


Σ’ αγριογένια άγουρα ανάμεσα περνούσα
καταμεσής αμέρωτης υπαίθρου
και βελόνιαζε.
Τσιμπολογούσε απ’ τη κρούστα του κορμιού
σα να κεντούσε μου το είδος.
Πείσμα εγώ.
Συνέχιζα γδυμνός κι αιμόφυρτος στα στήθη,
ίδια τροπαιοφόρου ρότα.

Ντράπηκα τον κάματο όταν με λύγιζε.
Παρεξήγα με.

Αδράνησα στον πρώτο βράχο.
Μικρό ξαπόστεμα, δυο – τρεις ανάσες στα κρυφά
και πλατανόφυλλα στα τραύματα μου.

Ορθώθηκα αιφνίδια.
Τι σκέφτηκα;
Τίποτα δε σκέφτηκα ο αμαθής.

Μονάχα το σακάκι του θεού είδα εμπρός μου.
Το παρντεσού της μοναξιάς κρεμάμενο.
Τη φλοίδα coup detat,
το σκέπασμα της βίας.

Αγάντα.

'Η φίρμα'

Έχει έρθει η ακμή της νύχτας.
Στη πίστα ο νεαρός, η φωτεινή επιγραφή, ο γοητευτικός,
λίγο ξανθός - πολύ ξανθός, γνωρίζει.
Γνωρίζει πως τώρα τα πλήθη θα ξεσηκωθούν.
Κάθε βράδυ στο τραγούδι αυτό αποθεώνετε.
Και γιατί όχι.
Σμήνη λουλούδια πλαστικά, γαρύφαλλα μπουκέτα,
κόκκινα και κίτρινα και λουλακί.
Αποθέωση, άνθη κυλούν ολούθε, ίπτανται.
Κορίτσια στριγκλίζουν, το μέτωπο του σφίγγεται,
τα δίνει όλα, μια σταγόνα ιδρώτα κυλά, πατά λες σε κήπο, τον αγαπούν,
κι όλη η έκσταση στο νεύμα ανταπόδοσης προς το κοινό,
η ευτυχία στα κλειστά του μάτια.
Κι όπως κρατά το μικρόφωνο θυμάται τη κηδεία της μητέρας του.
Τι ομοιότητα.
Τι ανατροπή.

Να τον κηδεύουν.


'Το νεογνό'

Με γέννησαν μ’ αεροβάπτισμα
σε ξασπρισμένη γη
απ' τη καισαρική του ανέμου.
Κάθε φύσημα πια, τραμπάλα νεογνού που κρέμεται από κλωστές ραμμάτων.
Και να φυσάει,
να λυγάει η μαριονέτα.
Ας όψεται το νύχι του θεού.


' Επίσκεψη στον Προφήτη Ηλία '



«Ένας Ηλίας με δέρμα σοφού
από βουνό σε βουνό γυρίζει
μ’ ένα σακίδιο βαρύ,
γεμάτο τύψεις
για μία λέξη:
τη λέξη προφήτης.

Ποιος όμως ν' ακούσει
τρεις φράσεις που λέει
δίχως ελλείψεις :

Είμ’ ο Ηλίας
Κι είμαι βουνό.
Κι όχι προφήτης! »




' Disco on the road '

' Το τάμα '



Τι κι αν πεταλώνεις σύννεφα;
Τα όνειρα δεν έρχονται από ψηλά.
Γέμισ’ ένα μπαλόνι ποίματα και άστο.
Ποιος θα νοιαστεί καθώς θ’ απομακρύνεται,
θα χάνεται στον ουρανό;

Το πολύ – πολύ ένα παιδί, αν τύχει.
Κι αυτό θα πει: «μαμά κοίτα!»,
κι η μανα πέτρινη δε θα κοιτάξει καν:
«Έλα Αλέξανδρε, έχουμε αργήσει».


' Ενδιάμεσα '

Όλα κι όλα δύο σύννεφα στον ουρανό
που μας κρύβουνε τον ήλιο.
Και ‘μεις το λέμε συννεφιά.
Σε ρωτώ αγράμματος.
Θα μου χαρίσεις το χορό;

Ας γελάσω.
Η Νεφέλη κι ο αντίθεος ‘γιναν ζευγάρι.
Όλοι το ξέρουν.


' ΤΟ ΕΞ ΤΟΥ ΟΣΤΡΑΚΟΥ '



Ο γιατρός απεφάνθη: ωταλγία.
Εκδιώχθηκε το δίχως άλλο.
Μετά του φύτρωσε φτερό.
Έβγαλε λίγο αίμα.
Κι ήρθαν τα πουλιά.
Έγλειφαν, ‘γλείφαν.
«Θαύμα!
», αναφώνησε η Μαγδαληνή.

  1. Τι ανίδεη.


...