Όλα ξεκινούν απ' το τετράδιο


κι ας λιώνει ο γύφτος,
κι όπως λιώνει να ποτίζεται το σύμπλεγμα της ηδονής

ας γίνεται και η τσιγγάνα αιθέρας
όπως το στήθος της το πίνουν φασιανοί

κάθε στιγμή η μορφή σε διώκει

κι ας λες τη ξαφνική βροχή
σάλιο πικρό στο μέτωπο

γνώριζε πως η μεταφορά ειναί νεκρή

γιατί φιλόδοξε γραφιά μου,
όλα παύουνε στην αγορά του τετραδίου

γλυφό το
μάρμαρο της
προσμονής

ώστε
οι εφιάλτες μας έχουν συστατικό τη
πέτρα

πετροβολήστε άφοβα
ποιος να μας στύψει;

πλησιάστε

ναι, είμαστε ο
γκρεμός

ελάτε
ελάτε, σα κοπάδια φόβου

αγγίξτε μας το
στήθος
κι ο ίλιγγος σα λύκος
θα μουντάρει

στάζει το
μάρμαρο
τα
σάλια θα 'ναι.








samson
rakas
08









κι όταν φυλάς τη μετωπίδα της νύχτας /ξέρεις πως παίζεις το τελευταίο σου χαρτί

ξαπλώνεις το ξίφος /σταυρώνεις τα χέρια/και περιμένεις
οι στρατιώτες του Κρέοντα /δε θα σε λυπηθούν
μη δε σε βρουν;
μη και το ξημέρωμα δεν εμφανιστεί;
μη κι η νύχτα αυτή να γίνει πάγια;

έκλεισες τα μάτια
η ικεσία σου -στα χείλη ακόμη- /χάθηκε μέσα στον ασυνήθιστο ύπνο
αλήθεια είναι πως ονειρεύτηκες /σφαζόμενα κοκόρια

ο γυρισμός

Αμίλητος ο γυρισμός μα τα ρουθούνια καίγονται.

Περνάμε τον Ισθμό, συνοδηγός, κι αντίκρυ μας το χιόνι.
Βγάζω σπαθιά κι η ιστορία καμπυλώνει,
σε κουτουλώ στο γυάλινο σου μέτωπο.

Βουβό τοπίο ο γυρισμός κι όμως ελάφια κρέμονται στα μάτια.
Η λέξη ύπαιθρος.
Βγάζεις σπαθιά, με κουτουλάς στο γυάλινο μου μέτωπο.

Ακλόνητοι προσμένουμε καθώς θρυμματιζόμαστε σα πάγος
κι όλο νιφάδες ακουμπούν τα βλέφαρα μας,
κι άλλες νιφάδες.

Σιωπή οι δρόμοι κι είμαστε αγκαλιά.
Ποιός πήρε τα χωράφια μας;
και αγκαλιά δεν είμαστε.

Κάνω να σου μιλήσω πρώτος μα δεν ακούγομαι πια.
Πως να το πω;
Μας έθαψε το χιόνι.
Μας κουκούλωσε, δως μου το χέρι σου.


Άκακος ήμουν λέγανε

Είμαι ο βρεχόμενος πρίγκηπας.
Σηκώνομαι απ΄τις λάσπες ενώ το στέμα μου βουλιάζει
δίχως να τ' αναζητώ.
Οι σκιές τραυλίζουν γύρω μου
λες και ζω τη τεχνητή μου νύχτα.
Αυτό είναι το ντεμπούτο μου καθώς με καταπίνει ποιος;
ο δρόμος που δε περπάτησα,
σα ρεφρέν:

΄η ζωή μια κατολίσθηση που δεν είδε κανείς,'

Άκακος ήμουν λέγανε.


samson rakas 08'




Καρυωτάκης

Να βλέπεις τα βουνά από χιλιόμετρα,

να τρέχεις, να τρέχεις ως το τέρμα.
Ν' ανεβαίνεις στη κορφή και τελικά να λείπουν.
Τι στιγμή.
Βρίσκεσαι στο κενό σα τα καρτούνς, και πέφτεις.
Εσύ όμως δεν είσαι ήρωας.
Εσύ θα πεθάνεις.
Και δε λέω, το θελες.
Μα ένα πράγμα εύχομαι.
Καθώς αρχίζει η πτώση να μη σε βρει μετάνοια.
Υπάρχει κρίμα μεγαλύτερο;
Υπάρχει θάνατος μες τους θανάτους;
Ένας ήλιος Πρωταύγουστος.


Μου στέγνωσε το στόμα
Ξυδάκης κι όλο χάνω αίμα
σα λευκή σεισάχθεια
κι αποίμαντος ως στέκει

Χάνω αίμα κι
είμαι αβάπτιστος απ' όνομα
δίχως νερό ή λάδι;
κι ας χάνω
στον Ιλισσό βουτώ

να ξεπλυθώ
να δροσιστείς
να βαπτιστούν
να ξεδιψάσουμε

-χάνω αίμα-
και πάω στο πάτο.

...