Πλατεία

Ο εργάτης σμιλεύει το καλούπι του.
Τη μπρούτζινη ιδέα.
Την κάνει άκαμπτη, δίχως καμπύλες,
ψάχνει παρέα.

Δε δουλεύει σε χυτήριο
ούτε σε ναυπηγεία.
Έχει για δούλεψη, μικρή
στέγη περιστερώνα
σ’ ένα βουνό απόμακρο
με στη παρανομία.

Με κάθε χτύπημα μοχθεί
νιώθει γοργά το γέρας
σα το καλέμι του βροντά
στο σκάλισμα του μπρούτζου.

Μα μια στιγμή. Σιωπή.
Αυτό το χτύπημα
δεν είναι σα τα άλλα.

Αυτ’ η ηχώ τριγμός,
θνητών ιώδιο, λυγμός
που ορυχάλκει το διωγμό
σε περιστέρι ύστατο
και το αιματοβάφει.

Τρομάζει αυτό κι αναπηδά
στο λίκνο της αντάρας
και με βαρύ φτερούγισμα
κινάει για τη πόλη
μη νoιάζοντας ποσώς
που ΄ναι κηλιδωμένο.

Μ’ αυτ’ η κηλίδα ατίμωση
στης Αττικής τα τείχη.
Ένας λεκές αιώνιος
στο χαΐδεμα της λεύκης.

Κοίτα πως στέκει αψίχουλο
σε μέτωπο ανδριάντα
ενός αντάρτη ένδοξου
το μπρούτζινο κεφάλι

θωρούνε οι περαστικοί
μα είναι χερομάχοι.
Ρίχνουνε στα κλεφτά ματιά,
δε στέκονται, περνούν
εξαπατήθηκαν!
οι φαύλοι ολιγάρχοι.

Έτσι κι οι μέρες πέρασαν.
Η πεισμονή κρίνει χαμό.
Το περιστέρι πέτρωσε τον αγιασμό
με εκφορά κρανίου.

Χαλίφης στη θέση του χαλίφη.

Θρόνος στο σμίλευμα
με θεατές παντού
στη κεντρική πλατεία
είν’ του Κερατσινίου.

Αποθαμός σα τίμημα
μ’ αιτία το βλαστό μου
που λείανε εν μια νυκτί
μπρούτζο γεμάτο μώλωπες
με ξύλινα κοπίδια.

Εγώ τον είδα να επιπεδώνει τ’ όραμα.
Εγώ τα γράφω.


...