αρχίζει τελετή
ο τοξοβόλος σπάει το βέλος στα δυο
το δυσκολεύει βάσει σχεδίου
παίρνει λοιπόν κάγκελο ψυχιατρείου
μια λόγχη που με σημαδεύει
πρέπει να ισορροπήσω πάση θυσία, πάση.
χτυπάει τρεις στη καμπάνα τ ουρανού
χάνω την ακινησία μου
τη βάζω στο κεφάλι κι αδρανώ όσο μπορώ
ο τοξοβόλος ξαναπαίρνει θέση μάχης στο κέντρο της πλατείας
Εύστοχος
η ανάσα σκορπίστηκε στον αιθέρα
διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια
χαμογελάσαμε κι οι δυο
ήταν η πρώτη μέρα γράψανε στο ιερό βιβλίο
η μέρα που γεννήθηκε ο άνθρωπος
ανόθευτη μέρα
χίλιοι άνθρωποι κραυγάζαν λεύτερα
δεύτε λάβετε λέπια
δεύτε λάβετε λέπια
μέσα σ αυτούς ήταν κι ένας ωχρός
που η φωνή δε του βγαινε
τον ονομάσανε καντίνσκυ
το θυμάμε σαν τώρα.
Βασίλι Καντίνσκυ.
Μπράιτον 8.7.06