όρθιος ο άνθρωπος
πάνω ήλιος
κάτω αύγουστος
κι η πεδιάδα η σταχιά
φλέγεται χωρίς φωτιά
αποβάλλει απ' το δέρμα της
το καυτό της χνώτο
τί γύρευες εκεί;
σε είδα να τη διασχίζεις
με βήματα προσεχτικά
λες και πρωτοπερπατούσες
δε τόλμαγαν τα δυο σου πόδια
όρθιος ο άνθρωπος
ένας αιώνιος ζογκλέρ
καθώς η γη γυρνά
κι εσύ γλιστράς
απ' τη κυρτότητά της
σε είδα να σκοντάφτεις
να τσακίζεσαι στα γόνατα
βρισκόσουνα καταμεσής της πεδιάδας
τι γύρευες εκεί;
ποιός σε μέθυσε;
ξεμέθυσε
στάσου στα πόδια σου
σήκω απ' τη γη
δε σηκωνόσουν
γιατί;
εσύ καιγόσουν
λίγο μπουσούλησες
μόνο τα αίματα πασάλειψες
κι έπαψες τη προσπάθεια
ΣΗΚΩ ΕΙΠΑ
δε σηκωνόσουν
άχνισες σύντομα
κι έσβησες σα κερί που ακουμπά τη γλώσσα
στη πεδιάδα του θεού ο άνθρωπος
το μόνο ζώο που σκοντάφτει
καθώς η γη γυρνά
κι εσύ γλιστράς
απ' τη κυρτότητα της.