Εις βάρος


1 Πρόλογος με ορισμό


Τώρα σφραγίζεται το ανθρώπινο φορτίο.

Το πελώριο μπλε τείχος υψώνεται αργά κι οριστικά.

Δε χωρούν ελιγμοί. Το μαρτυρούν οι τριγμοί.

Η ξεθωριασμένη θύρα σα σκίασμα, δονείται από τα αλλεπάλληλα τριξίματα.

Η μπουκαπόρτα διπλοκλειδώνει. Κι έτσι πρέπει να γίνει.

Η τελετή δε βγαίνει εκτός προγράμματος.

Το ταξίδι δρομολογείται τη στιγμή αυτή.

Ακριβώς εκεί αρχίζει.

Στον τελευταίο τριγμό, τον ύστατο, της μπουκαπόρτας.

Είναι λεπτό το σημείο. Είναι ορισμός.

Ας πιάσουμ’ όμως ενικό και πριν σου ευχηθώ καλό ταξίδι κάτι απομένει ακόμη.

Κάτι σημαντικό που πρέπει να το ξέρω.

Πες μου λοιπόν που βρίσκεσαι καθώς τα γράφω αυτά;

Που πατάς;

Είσαι επιβάτης, ή θεατής στη προβλήτα;

Ας με συγχωρέσεις μα δε μπορώ να σου ευχηθώ αλλιώς.

Ξέρεις πως είμαι φειδωλός με τις ευχές.

Μη μ’ εξαπατάς.


2 Αλέξανδρος


Η μπουκαπόρτα ανοίγει αντάντε. Οικείοι οι ήχοι.

Είχατε καλό ταξίδι;

Τα πλήθη πίσω, στοιχισμένα και σε ταίρι, αδημονούν.

Αρχίζουν να βγαίνουν στη στεριά λαμβάνοντας τις πρώτες εικόνες του νησιού.

Και δεν είναι άλλες από βουνοσειρές ξερές.

Ο τόπος είναι άνυδρος και το ξέρουν μα δε φαίνεται να τους ενοχλεί.

Αγκαλιασμένοι παίρνουν το δρόμο των διακοπών με χαμόγελα και προσδοκίες.

Οι άντρες βαστάνε τις βαλίτσες.

Άλλοι σαν βγαίνουν είναι μοναχοί μα κάποιος φαίνεται να τους περιμένει.

Όπως το κορίτσι που κάθεται στο κάβο και κοιτά το πλήθος.

Σύντομα εντοπίζει τον αγαπητικό της.

Σηκώνεται και καθώς πηγαίνει γοργά προς το μέρος του διστάζει για μια στιγμή.

Πάει καιρός μάλλον. Αφού της γνέφει κι αυτός, σιγουρεύεται.

Αρχίζουν και συγκλίνουν.

Αυτή τον ακουμπάει στο μάγουλο, αυτός ανταποδίδει φιλώντας την.

Γίνονται ταίρι ευθύς, στέκονται για λίγο και φεύγουν.

Κάποιος όμως συνεχίζει να παραμένει μοναχός.

Ποιο είναι το όνομα σου;

Ωραίο όνομα.

Αλέξανδρος.


3 Σκόνη νεράιδας


Στωική κι ακλόνητη με χνούδι κορασίδας υπακούει.

Δε σημαίνει πως δεν είναι γυναίκα. Ποζάρει γεμάτη καμπύλες.

Δίπλα της οι περαστικοί πάνε κι έρχονται.

Στέκονται, προσπερνούν. Δεν έχουν καμία σημασία για αυτή, δεν ενοχλείται.

Το παιχνίδι την έχει απορροφήσει.

Είναι υπεράνω όλων.

Μονάχα να σαγηνέψει θέλει.

Στ’ αλήθεια. Η πόζα της Ελένης θέλγει.

Τρεμουλιάζει το χέρι του πλανόδιου ζωγράφου.

Ο Αλέξανδρος νιώθει ν’ αποτυγχάνει. Φτιάχνει το πορτρέτο κακό.

Οι γραμμές στρυφνές κι απότομες, δεν είναι η Ελένη αυτή.

Χρειάζεται τα λεφτά μα προδίδεται. Σταματά τη διαδικασία.

Παραιτείται και παραδίνεται στη ντροπή που θα ακολουθήσει.

Μα έρχεται το αναπάντεχο.

Η Ελένη τον αιφνιδιάζει : « Με ζωγράφισες. Τώρα βρίσκομαι στη κατοχή σου. Επεξεργάσου με, μίλα μου. Φίλα με αν θες μα έλα να με βρεις στη παραλία το βράδυ. Εγώ σου δόθηκα, τώρα είναι η σειρά σου. Θα βρίσκομαι κοντά στο φως. Κράτα το πορτρέτο σε περίπτωση που με ξεχάσεις. Αλήθεια θα με ξεχάσεις;»

Αφού τον πλήρωσε, και χωρίς να ρίξει ματιά στο πορτρέτο έφυγε τινάζοντας τα μακριά ξανθά μαλλιά της με τρόπο που της απέδωσε κύρος ανάλογο με αυτό που απολάμβανε ιερόδουλη στην Αρχαία Ελλάδα, εταίρα με ισχύ κράτους.

Άλλες εποχές, βεβαίως. Δε φορά χλαμύδα.

Φοράει φουστάνι σύγχρονο,

σε χρώμα άσπιλο σχεδόν λευκό. Του μαρμάρου.

Και χάθηκε μέσα στο αδιάφορο πλήθος, ίδια σκόνη νεράιδας.


4 Ματαιότητα


Ήρθε το σούρουπο σαν σούρουπο. Καμία παρέκκλιση. Ιούλιος γεμάτος.

Η πλάτη του Αλέξανδρου ακουμπά το τοίχωμα του Προφήτη Ηλία,

ψηλά, στο βουλεβάρτο του δικού του καλοκαιριού.

Έχει ανάψει ένα τσιγάρο κι αντικρίζει το βάθος.

Από το σημείο αυτό όλα μικραίνουν. Οι άνθρωποι, τα σπίτια.

Όλο το νησί τόσο δα, στη χούφτα σου.

Νιώθεις τόσο δυνατός, δημιουργός και κάτοχος των πάντων.

Μα κάτι εξακολουθεί να σου διαφεύγει. Αυτή η θάλασσα.

Μοιάζει ανεξέλεγκτη, αόριστη.

Πώς να εξημερώσεις τ’ άπειρο;

Δεν έχεις άδικο.

Άνοιξε τη παλάμη σου όμως τώρα. Είναι άδεια

Δε κρύβει τίποτα μέσα. Πλανεύτηκες!

Τα κάστρα σου πρώτα τα παίρνει η θάλασσα, και τα πολτοποιεί

κι ύστερα ο άνεμος υπομονετικά

σαν άλλοτε βιγλάτορας

κόκκο το κόκκο ξεδιαλέγει το αστρικό σου,

για να ‘ρθουν θύελλες μετά

τ’ ανεμικά με τη σειρά τους

και να σκορπίσουνε στα μάτια σου την άμμο όλη.

Να εξαλείψουν και την έσχατη σου ελπίδα

Και τελικά να σε τυφλώσουν με τη μαγιά του ίδιου σου του κάστρου

Τα ίδια σου τα χέρια σε σταυρώνουν.

Φανερά, ώσπου να σβήσεις το τσιγάρο

νιώθεις πάλι μικρός και μάταιος ταξιδευτής στο κόσμο ετούτο.

Για μία θάλασσα μονάχα.


5 "Μπλεμαρέν" ο τίτλος της ταινίας


Τον είχε πάρει ο ύπνος για λίγες ώρες. Μόλις που νύχτωσε.

Μα καθώς άνοιξε τα μάτια το σκοτάδι έμοιαζε μεσάνυχτο με μία μελανάδα που όλο δυνάμωνε. Αυτό με ευνόησε, και στα κρυφά σου δίδω τη σκυτάλη.

Σκέφτηκα τους γονείς μου, τη μέρα που με έδιωξαν από το σπίτι κι ένιωσα πως χρειαζόμουν έναν άνθρωπο για να βγάλω τη νύχτα.

Ίσως τη προλάβαινα.

Πέρασα τη τσάντα στους ώμους κι άρχισα να κατεβαίνω.

Υπήρχε ζωή κάτω.

Τα σοκάκια ήτανε γεμάτο κόσμο.

Μεθυσμένοι, ερωτευμένοι είχαν αφεθεί στο ρυθμό της καλοκαιρινής νύχτας.

Παιδιά έμπαιναν κι έβγαιναν από τα σπίτια, οι αυλές γιόρταζαν.

Κάποιοι χόρευαν στο περίβολο κάποιου μικρού χοτέλ με ένα τραγούδι του leonard cohen. Ένα άλλο αγόρι, καλοντυμένο, στεκόταν δίπλα από ένα άγαλμα της τοπικής ιστορίας. Φαινόταν ανήσυχο, σα πρώτο ραντεβού. Ήθελα να του πω πως όλα θα πάνε καλά, απλά μία κουβέντα, μα δε θα του χαλάσω το όνειρο.

Λίγο πριν βγω στο δρόμο για τη παραλία στάθηκα έξω από το θερινό σινεμά του νησιού. Η ταινία είχε τελειώσει και το πλήθος είχε αρχίσει να εξέρχεται.

Προχώρησα και μπλέχτηκα μαζί τους, ήθελα να νιώσω θεατής, παρατηρητής επί τοπίου. Τα σχόλια που κάνανε ήταν κοφτά. Δεν ήταν η στιγμή για πολλά λόγια.

Το φιλμ είχε δραματικό τέλος. Τα πρόσωπα τους, οι κινήσεις τους, το ταπεινό βλέμμα τους. Όλα το μαρτυρούσαν, δράμα εκ του ασφαλούς. Και κυρίως το βάδισμα τους σα σπαραχτικό μιμόρχημα σε κλίμα επιταφίου. Άλλοι μάλιστα έκλαιγαν, κι έκλαιγαν δίχως φειδώ.

Παρά είναι. Αυτό δεν είναι καλοκαίρι. Δε κλαιν’ οι άνθρωποι το καλοκαίρι.

Αυτό το ταξίδι δε θα μου βγει σε καλό.

Λίγο πριν περάσω και το τελευταίο σπίτι για να βγω στο γιαλό είδα δύο ηλικιωμένους να έχουν ξαπλώσει στην αυλή για δροσιά, στο μπετό απάνω. Να ήταν αλήθεια; Τραβήχτηκα.

Φτάνοντας στη παραλία κάτι φώτιζε ανάμεσα στα βράχια.

Ήταν το ισχνό φως ενός φακού. Ένας ντόπιος ψαράς βασάνιζε ένα οχτάποδο,

το κοπανούσε σε ένα βράχο. Μα βράχο κοφτερό και το έγδερνε.

Τι ασέβεια. Ο ιδρώτας του ομολογούσε πως ήταν ερασιτέχνης.

Τον προσπέρασα και συνέχισα κατά μήκος της κοχλιδένιας ακτής.

Δεν υπήρχε πουθενά φως, ένα σημάδι της Ελένης. Ήθελα άνθρωπο.

Προχωρούσα στη μούργα του κύματος που κάθε τόσο ανέβαινε καυτό και μου ‘βρεχε τα πόδια. Θα με βαστούσαν λίγο ακόμα.

Κύμα το κύμα, συνέχιζα ώσπου αντίκρισα μια σκιά από μακριά.

Πλησίασα και είδα ένα γυναικείο μόρφωμα. Το περίγραμμα έμοιαζε.

Ας είναι η Ελένη.

Δίπλα έβγαινε ακόμα καπνός.

Η Ελένη ήταν :

«Νόμιζα πως δε θα ‘ρθεις κι άφησα τη φωτιά να σβήσει» είπε. «Συγνώμη».

Έκατσα δίπλα της κι έπεσα στην αγκαλιά της.

Έχασα τις αισθήσεις μου από το πυρετό.

Βρισκόμουν στις Κυκλάδες.


6 Το ξεθάρρεμα


Ξύπνησα σ’ ένα ξένο δωμάτιο που βρισκόμουν μόνο εγώ.

Ένιωθα το κεφάλι μου βαρύ, κι ήμουν γεμάτος ιδρώτα.

Ζεσταινόμουν τόσο πολύ.

Σηκώθηκα και πήγα στο παράθυρο, στα δεξιά.

Ο ήλιος ήταν μεσημεριανός και το άνοιξα προσδοκώντας να μπει λίγο δροσιά. Τριγύρω διέκρινες βουνά γδαρμένα από αρχαία μονοπάτια,

με μια βλάστηση ξερή, ψημένη απ’ τον ήλιο.

Λίγα πετρόκτιστα σπίτια εδώ και ‘κει,

ένα μικροσκοπικό ξωκλήσι,

κι αυτό στο χείλος του γκρεμού, αλειτούργητο.

Τέλος στο βάθος η θάλασσα σημαδεμένη από μικρές βαρκούλες.

Και μεγαλύτερες, τα πλοία της γραμμής.

Δροσιά δε μπήκε κι έβγαλα τη μπλούζα μου.

Είχα αρχίσει να οικειοποιούμαι το χώρο.

Δεν ένιωθα άρρωστος μα λίγο ζαλισμένος. Ίσως να ήταν από τον ύπνο.

Βγήκα απ’ το δωμάτιο και γύρισα όλο το σπίτι.

Δεν ήταν κανείς.

Με όλο το θάρρος της παραζάλης μου, στάθηκα στη κουζίνα κι έβρασα καφέ.

Πήγα στην σκιερή αυλή κι έκατσα σ’ ένα φρεσκοβαμμένο άσπρο πεζούλι

που κάλυπτε τον κυκλαδικό κήπο του σπιτιού.

Άναψα ένα τσιγάρο και ένιωσα πως βρίσκομαι σε φιλικό σπίτι.

Γνώριζα βέβαια καλά πως φίλους δεν έχω από καιρό.

Και λοιπόν ;

Ένιωθα θρασύς.

Δίπλα μου υπήρχε μια βρύση. Πήρα το λάστιχο κι άρχισα να καταβρέχω τα αφυδατωμένα άνθη. Το χώμα διαβρωμένο έκλεινε τις πληγές του.

Τα λουλούδια, άλλαζαν με μιας χρώμα, έπαιρναν οξυγόνο και ένιωθα δικαιωμένος. Ήμουν μάρτυρας της παλιγγενεσίας τους.

Πότισα όλο τον περιμετρικό μπαξέ μέχρι το τέλος.

Πριν κλείσω τη βρύση έβαλα το κεφάλι μου κάτω από το λάστιχο και το μούσκεψα. Στάθηκα όρθιος και ένιωσα δεκάδες ρυάκια να κυλούν σε όλο μου το σώμα.

Άφησα το λάστιχο να πέσει και τέντωσα τα χέρια μου διάπλατα, σα να σταυρώνομαι.

Ύψωσα το κεφάλι προς τον ουρανό

και κοίταξα άφοβα τον αγλαό ήλιο με τα μάτια μου.

Αισθανόμενος το καύμα στο μέτωπο λυπήθηκα.

Το φιόρε του ουρανού θα μείνει απότιστο για πάντα.


7 Αβροχιά


Είχα κάτσει σε ένα πλατύσκαλο του κήπου και συνέχιζα τον καφέ μου.

Το βλέμμα μου είχε μια καθαρότητα, ήμουν ήρεμος, ώσπου ένιωσα μια ανθρώπινη παρουσία να πλησιάζει, έναν χρυσογέροντα.

Το βλέμμα του έπεσε αμέσως στο κήπο.

«Βλέπω πότισες το κήπο. Δεν έκαμες άσχημα, το χρειαζόταν. Ξέρεις πόσο καιρό έχει να βρέξει εδώ; Από τον Απρίλιο! Έλα όμως μέσα τώρα. Ο γιατρός είπε ξεκούραση και μακριά από τον ήλιο για λίγες μέρες. Δεν είναι να παίζεις με δαύτον. Πάμε»

Καθώς προχωρούσαμε επέμεινε:

«Θα ‘ρθει σε λίγο κι η εγγονή μου, η Ελένη. Α! Δε σου συστήθηκα.

Μάρκος Σανούδος. Εσύ φυσικά είσαι ο Αλέξανδρος. Θα σε λέω όμως Αλέξη.

Και ξέρεις Αλέξη, έχουμε ένα κοινό, ζωγραφίζουμε κι οι δύο. Έλα να δεις.»

Τη στιγμή που μου έδειχνε τους πίνακες του στους τοίχους του σπιτιού ένιωθα μια παραδοξολογία με την οικειότητα του. Είχε μια παρουσία ακάλυπτη, στιλπνή χωρίς περισσεύματα. Στο πρόσωπο μια μύτη ανάγλυφη, μάτια και στόμα εγχάρακτα, μέλη χωρίς δάχτυλα. Τα βασικά. Καθώς με ξεναγούσε στα έργα του, μεταμόρφωσα τον ίδιο σε κυκλαδικό ειδώλιο. Δίχως περιττές φιγούρες και με τις χρωματικές κοσμήσεις να αφαιρούνται.

«Θα ήθελα να έμενες για ένα διάστημα εδώ. Να παρατείνεις λίγο το ταξίδι σου.

Πίσω έχω το εργαστήρι, θα μπορούσαμε να δουλέψουμε μαζί. Οι μπογιές μου είναι καταπληκτικές. Κι αν δε θες, μπορείς να μείνεις απλά για τις διακοπές σου, για παρέα. Ξέρω βέβαια πως είμαι αρκετά γέρος για καλή παρέα αλλά το κατά δύναμην! Πίνω και ‘γω το κρασάκι μου. Τι λες, θες να γίνεις ο φιλοξενούμενός μου;»

Αυτή η ακαριαία εμπιστοσύνη του για μένα, τελικά με γοητεύει.

Στα σίγουρα με χρειάζεται. Μα κυρίως εγώ.

Παππού δε γνώρισα ποτέ, πατέρα γνώρισα και δε θέλω να το θυμάμαι.

Εσύ τι λες, να μη θέλω;

«Λέγε λοιπόν Αλέξη, θα μείνεις τελικά;»

Δεν ακούς γαμώτο. Φυσικά και θέλω.

«Άντε αποφάσισε λοιπόν! Τι με κοιτάς;»

Έπιασα ένα στυλό από το τραπέζι και έγραψα στη παλάμη μου: ‘Θέλω’.


8 Ελένη, Ελένη


Λίγο αργότερα ήρθε η Ελένη.

Με βρήκε ξαπλωμένο στο δωμάτιο που αναπαυόμουν και χτες.

Το δωμάτιο μου πια.

Είχε αρκετό χώρο και ξάπλωσε δίπλα μου σαν μια συνήθεια απογευματινή.

Της έδωσα το χέρι κι ανταπέδωσε.

Μεταξύ των σωμάτων μας είχε σχηματιστεί το τρίγωνο της ήβης,

ακόσμητο κι απλό, κι αυτό ήταν που μας χώριζε.

Φαινόταν πολύ κουρασμένη.

Σύντομα έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στη λαγνεία του ύπνου.

Θα πω την αλήθεια.

Δε ξέρω τίποτα για αυτήν. Δε ξέρω καν πως γίναμε ζευγάρι.

Κλείνω τα μάτια, και δε μπορώ να διακρίνω το πρόσωπο της, να τη μνημονεύσω.

Οι γραμμές της διαλύονται.

Τη βλέπω κάπως θαμπή, λες και βρίσκεται μέσα σ’ ένα ενυδρείο,

κάτω από την επιφάνεια μιας θάλασσας ή σ’ ένα ποτάμι μέσα.

Να βγαίνει από εκεί και να τρέχει σ’ ένα πυκνό άλσος καθώς φοράει το νυφικό της νηρηίδας και να κρύβεται κάθε τόσο πίσω από θάμνους, πίσω από μεγάλα έλατα.

Και ‘γω να μη καταφέρνω να τη πιάσω.

Άφησα το χέρι της και γύρισα πλαγιαστά σπάζοντας το τρίγωνο.

Τη κοιτούσα για αρκετά λεπτά με προσήλωση θέλοντας να κερδίσω το χρόνο,

να φτιάξω ένα θρόνο για αυτήν μέσα στο μυαλό μου που θα περιτριγυρίζεται από αναμνηστικά δικά της. Ήθελα όταν ξυπνήσει να σκαλίσω το παρελθόν,

να βρω τις θρονιασμένες αυτές αναμνήσεις και να τη νιώσω δική μου,

ως Ελένη, ως άνθρωπο κι όχι ως νηρηίδα.

Ελένη, Ελένη, φώναζα συνεχώς από μέσα μου καθώς την παρατηρούσα.

Μα νομίζω πως ποτέ δε θα μπορέσω να τη προβλέψω.

«Δε κοιμάμαι Αλέξανδρε, απλά ονειρεύομαι. Με ξεκουράζει.»

Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε ως το παράθυρο που είχε σχεδόν κλείσει αθόρυβα από τον άνεμο. Το άνοιξε διάπλατα και κοντοστάθηκε. Ήμουν τόσο αφελής που νόμιζα πως ήταν έτοιμη να πεταλουδίσει, να αφεθεί στη ροή του ανέμου και να χαθεί στους κρημνούς των βουνών, σε άβατες σπηλιές.

Θεέ μου.

Αν μπορούσα να πεταλώσω το χάος.

Να είχα μιαν ανέμη πετονιάς που να με οδηγούσε σε αυτήν.

Γύρισε και με κοίταξε βουρκωμένη :

«Ο έρωτας δεν ανθεί στις Κυκλάδες, το χειμώνα θα φύγω.»


9 Νεκρή φύση


Μόλις ξύπνησα η Ελένη δεν ήταν δίπλα μου.

Ο ήλιος είχε μόλις πέσει.

Κι η νύχτα, ορφανή,

άρχιζε δειλά - δειλά το καθιερωμένο της σουλάτσο.

Μα, σα να παραπατούσε.

Το σώμα μου ήταν μουλιασμένο από τον ιδρώτα. Επιτέλους.

Ο πρώτος ιδρώτας σημαίνει το τέλος της θερμοπληξίας.

Οι πόροι του δέρματος ξανάνοιξαν και ήμουν πια καλά.

Βγήκα στην αυλή και κατέβρεξα το κορμί μου με το λάστιχο.

Στο μεταξύ πεινούσα πολύ. Υπομονή, θα κατέβαινα στη Χώρα αργότερα.

Πήγα πίσω από το σπίτι, στο εργαστήριο του Μάρκου να δω αν ήταν εκεί.

Έμοιαζε περισσότερο με αποθήκη παρά με εργαστήριο.

Σκορπισμένοι πίνακες,

έπιπλα αναποδογυρισμένα,

βιβλία διαμελισμένα στο πάτωμα

κι αράχνες στις γωνιές σαν οφειλή του ήθους.

Μπήκα με αργά βήματα και τον συνάντησα καθισμένο,

πίσω από το καβαλέτο του να διαβάζει ένα βιβλίο.

Ήταν μια ποιητική συλλογή του Σαχτούρη. Τη γνώρισα αμέσως.

Άκουσε μου λέει το ποίημα αυτό και θα σου πω μια ιστορία μετά.

Πάνω το τραπέζι είχε δύο φρούτα και καθώς μου διάβαζε το ποίημα εγώ έτρωγα το

πράσινο μήλο της omertà :

«Στο καφενείο

έρχεται ο χοντρός νονός μου

με τις λίρες

Ούτε μια δεν είναι για σένα, λέει

γιατί δεν έγινες ο βαφτιστικός μου

που περίμενα.

Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι, πλάι μου

Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι» .

«Αυτό το ποίημα Αλέξη είναι του Μίλτου του Σαχτούρη. Τον ξέρεις;»

Έγνεψα καταφατικά με βεβαιότητα.

Αν μιλούσα, θα του έλεγα πως γνώριζα και το ποίημα πολύ καλά.

- «Ε λοιπόν, το ποίημα αυτό είναι μια αληθινή ιστορία, γραμμένη στο τόπο

αυτό. Ο Σαχτούρης σύχναζε στο νησί και μια φορά τον είχε επισκεφτεί ο

νονός του. Και τα πράγματα συνέβησαν όπως ακριβώς στα διάβασα.

Σαν τώρα θυμάμαι τον χοντρό νονό του, κουστουμαρισμένο να μιλάει με

βροντή φωνή στο Μίλτο.

Λογικό είναι να με ρωτήσεις πως τα ξέρω εγώ όλα αυτά, μα θα σου πω.

Δούλευα τότε στο καφενείο του πατέρα μου. Εγώ ήμουν το γκαρσόνι.

Σε ‘μένα παρήγγειλε το φλιτζάνι με μελάνι. Και δε του το πήγα ποτέ.

Που να το έβρισκα;

Σε ρωτώ».

Προχώρησα προς το μέρος του και με ειλικρίνεια του άγγιξα τον ώμο.

Τον βάραιναν οι τύψεις.

Εκείνη τη στιγμή είδα το καβαλέτο του.

Σχεδίαζε τα δύο πράσινα μήλα που μόλις είχα φάει.

Που να το ήξερα, σε ρωτώ.

Ότι και να απαντήσεις, η αλήθεια είναι πως πλησιάζαμε.

Γιατί μεταξύ μας αυτό θα πει ποίηση.

Να τρως τις νεκρές φύσεις.

Σαχτούρη φουκαρά.

Κι η νύχτα συνέχιζε να παραπατά,

να παραπαίει, τώρα με αποδείξεις.


10 Η κούνια


Ο Μάρκος πήγε να ξαπλώσει.

Ήμουν μόνος στο εργαστήριο και προσπάθησα να το καθαρίσω λίγο.

Τακτοποίησα κάπως τα πράγματα, έβαλα κάποια βιβλία στα ράφια, κι άνοιξα λίγο το χώρο κάνοντας τον πιο λειτουργικό. Μετά έκατσα και παρατηρούσα τους πίνακες του έως τη στιγμή που άκουσα τη λαχανιασμένη φωνή της Ελένης :

«Έλα ετοιμάσου, πάμε κάτω. Θα κοιμηθούμε στη παραλία».

Ωραία ιδέα. Σε 5 λεπτά κατεβαίναμε ήδη τη χωμάτινη κατηφόρα χέρι – χέρι.

Είχαμε βήμα γοργό κι εγώ όλο και κατρακυλούσα. Γελούσε καθώς με σήκωνε.

Σύντομα φτάσαμε στη Χώρα, και το πλακόστρωτο αντανακλούσε το λάδι της φυλής,

τη στίλβωση των επίγειων δαιμόνων. Εκεί μου άφησε το χέρι.

Κάναμε μια στάση και πήρα κάτι να φάω πρόχειρα και προχωρήσαμε.

Καθώς έτρωγα χαμογελούσε σα να της φαινόταν αστείο.

Μου ξανάπιασε το χέρι και συνεχίσαμε.

Διασχίζαμε τη Χώρα απ΄ τα ενδότερα και φτάναμε ως το τέλος της.

Στη νότια πλευρά, τα σπίτια αραίωναν , λιγόστευε το φως, καθώς γινόταν αυστηρό,

μα ότι και να ήταν δε σε προϊδέαζε για αυτό που επρόκειτο να συμβεί.

Φτάσαμε στο τέλος του πεζόδρομου κι η στράτα μας άλλαξε ρότα.

Ανεβήκαμε δύο βράχια κι αρχίσαμε να ακολουθούμε ένα μονοπάτι αρχαϊκό.

Η διαδρομή μας ήταν ένα ιερογλυφικό μανιασμένων ποιμένων που ξεχάστηκαν,

μια χωματογραφία που ψυχομαχεί με το νεόδμητο λάλημα ανόητων διδάχων.

Μη τα πολυμιλώ. Πατούσαμε σε χαραγμένο χώμα ως το τέλος.

Κι εκεί κάπου, φτάσαμε σε ένα ερειπωμένο κτίσμα που εκ πρώτης όψεως φαινόταν ουδέτερο. Καθώς προχωρήσαμε στη πίσω αυλή συναντήσαμε μια παιδική κούνια κι όλα ανατράπηκαν. Δεν ήταν ένα ουδέτερο κτίσμα μα ένα λείψανο περασμένης πληρότητας, ένα ρημάδι παιδικής αρτιμέλειας. Το κλίμα είχε φορτιστεί.

«Άκου Αλέξανδρε», μου λέει, «στο νησί υπάρχει ένα έθιμο.

Τη Κυριακή του Πάσχα οι κάτοικοι τοποθετούν στη κεντρική πλατεία του νησιού μιαν άσπρη κούνια. Γύρω από τη κούνια αγόρια και κορίτσια ντυμένα με στολές παίρνουν θέση ενώ πιο πίσω οι θεατές διάσπαρτοι αδημονούν. Επικρατεί σιωπή. Ξαφνικά ένα κορίτσι πάει και κάθεται στην άσπρη κούνια και περιμένει ακίνητη. Υπομονετικά περιμένει τον άνθρωπο που θα πάει να την κουνήσει. Τότε αρχίζει να ξεχωρίζει ένα αγόρι από το πλήθος, τη ζυγώνει ώσπου στέκεται ακριβώς από πίσω της. Σιγά-σιγά αρχίζει και της δίνει ώθηση κι η κούνια πάει κι έρχεται. Οι θεατές συγκινούνται κι αρχίζουν τα χειροκροτήματα για χάρη της νεκρανάστασης. Αναγγελία γάμου.

Καθώς το κορίτσι αιωρείται κλείνει η συμφωνία για την αιώνια πίστη.

Αυτός θα είναι ο νυμφίος, ο σύντροφος της ζωής της για πάντα.

Μετά, τη σειρά παίρνουν οι υπόλοιποι με την ελπίδα να είναι εξίσου τυχεροί, αυτή τη μέρα, της Λαμπρής».

Τη στιγμή αυτή με κοίταξε στα μάτια και με παραμέρισε.

Πήγε εμπρός μου και έκατσε στην άσπρη κούνια ακλόνητη.

- « Ας παίξουμε» μου είπε.


11 Ο υπηρέτης


Η νύχτα δε παραπατούσε - της είχαν κοπεί τα πόδια.

Είχα κολλήσει στο τοίχο.

Τινάχτηκε η ματιά μου, όπως βουρκώνει τ’ όραμα ενός τεροριστή.

Είχα προδοθεί, δαίμονας ήμουν.

- Ο πατέρας μαστιγώνει το παιδί με τη ζώνη του. Αυτό αναστενάζει με δανεικό στόμα.

ΕΓΩ ΤΟΥ ΤΟ ΔΑΝΕΙΣΑ. –

Η Ελένη εξακολουθούσε να στέκει ακλόνητη. Κι εγώ το ίδιο.

- Τα χρόνια πέρασαν κι ο φύλακας διέταξε για σήμερα έργο καταναγκαστικό.

Ο δεσμώτης υπακούει και κουβαλάει σκυμμένος το σακί του εξαναγκασμού,

μα με δυσκολία καθώς ο ιδρώτας του στάζει στο χώμα, σκίζοντας το.

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ. Στο χώμα του μηδισμού. –

Αδόνητοι κι οι δυο μας καρτερούμε το μέλλον.

Κανείς δε κάνει κίνηση αφημένοι στην ισχύ της απραξίας.

- Και τότε ακούστηκε πυροβολισμός.

Ένα γεράκι τουφεκήθηκε και χάνει ύψος. Δε πέφτει γεράκι. ΕΓΩ ΠΕΦΤΩ.

Και τσακίζομαι στην αγκαλιά της. -

Η κρίση πανικού νικάει την ορρωδία. Ορθώνομαι.

-Ένα τοίχος χαράχτηκε με δύο λέξεις : «Μπάρνε μόλα». Είναι τοίχος κελιού.

Θα πει ελευθερία. –

Κατέληξα. Θα τη κουνήσω.

Θα τραμπαλίσω το αμάλαγο λίκνο της, σαν υπηρέτης.

Υποτάσσομαι, μέχρι εδώ.

Εγώ, ο νεκρολόγος της αγνείας.

Και κατευθύνθηκα προς το μέρος της

με βήματα αργά

λέγοντας από μέσα μου ψυχόλογα της στιγμής.


12 Τα παιδικά μου χρόνια


Τέντωσα τα χέρια μου κι ώθησα τη κούνια προς τα εμπρός με όση δύναμη μου περίσσευε. Τιτάνια νοθεία. Ελάχιστα κουνήθηκε.

Ή κούνια ήταν ξεφτισμένη, πολυκαιρισμένη.

Στο σπρώξιμο μου έτριξε, ηχώ σκουριάς εκίνησε το οδοιπορικό.

Κι ήταν κραυγή οικεία. Ποιος παίζει μαζί μου.

Πριν λίγων ημερών πίσω από τη μπουκαπόρτα.

Θυμάσαι.

Ίδιος ήχος, ίδιος τριγμός.

Τώρα ξεκινάω;

Ολοκάθαρα, αφού τώρα δεν υπάρχει γυρισμός. Θα πάω μέχρι τέλους.

Η κούνια επέστρεψε και την ξανάσπρωξα.

Κέρδισε λίγα εκατοστά.

Σαν να είδα τα μάγουλα της Ελένης να χαμογελούν.

Γιγάντωσα το πείσμα κι έσπρωξα πιο δυνατά.

Καλύτερα τώρα και ξανά.

Και ξανά.

Οι τριγμοί δυνάμωναν, δυνάμωνα κι εγώ.

Οι θεατές απόντες.

Γύρναγε η κούνια και δεν την ωθούσα προς τα μπρος,

την απωθούσα προς το χάος.

Κι όλο καθυστερούσε να ‘ρθει, κι όλο και πιο ψηλά.

Δεν είχε σταματημό η μυσταγωγία. Έκλαιγα σα παιδί.

Περί αυτού πρόκειται.

Με ακόμη μεγαλύτερο σθένος, με ισχύ εκδίκησης συνέχιζα.

Οι τριγμοί δεν ακούγονταν πια.

Σκεπάστηκαν απ’ τους λυγμούς της Ελένης.

Εγώ εξακολουθούσα.

Ένιωθες κραδασμούς στο έδαφος.

Υπό διάλυση.

Πιο σφοδρά. Ακόμα πιο πολύ.

Ήταν έτοιμη να γκρεμοτσακιστεί.

«Συγνώμη, συγνώμη» μου ‘πε σπασμωδικά απ’ τα ύψη

Ως εκεί.

Πήγα πίσω αφήνοντας τη κούνια στη τύχη της, μελωδικά να κοπάσει.

Ύστερα έσκυψα χάμω για μετάνοια παίρνοντας το φταίξιμο στις πλάτες μου,

κι έτσι κατάπαυσα την εξιστόρηση της παιδικής μου μνήμης.


13 Συγχώρεση


«Δεν ήθελα να σε τρομάξω. Εγώ φταίω αφού δε ξέρω να παίζω. Λυπάμαι.»

Της έπιασα το χέρι και καθίσαμε για αρκετά λεπτά σιωπηλοί.

Έτσι, για να κατακαθίσει το ζουμί της ενοχής μας,

να ποτίσει το δέρμα μας,

και στέρεα πια να μπολιαστεί στο κοκκινόχωμα του αναθηματικού μας κήπου,

ως μια νέα ανάμνηση.

Να υπάρξει ως σουβενίρ πολύτιμο στο θρόνο των βιωμάτων μας

Κι έτσι έγινε. Η ανάμνηση ταίριαξε 35 χρόνια αργότερα σε μία τυχαία συνάντηση σε ένα κήπο μιας αυλής ενός νησιώτικου σπιτιού που διακρινόταν στο βάθος του και μια κούνια. Ωραία στιγμή.

Και γιατί όχι; Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα τότε.

Αφού καταλάγιασε η υποτροπή της νύχτας, εν θερμό πια αφεθήκαμε στη ροή των επιθυμιών. Οικειοθελώς κι οι δυο σηκωθήκαμε και κατευθυνθήκαμε στην είσοδο του ερειπωμένου κτίσματος. Με οδηγό μας το φέγγος του αναπτήρα προχωρήσαμε στον σκοτεινό χώρο ως την άλλη άκρη κι εκεί ακριβώς γδυθήκαμε σαν έφηβοι.

Καθίσαμε πάνω στα ρούχα μας αλαφιασμένοι από ηδονή, απρόσεχτοι.

Λειχόμασταν εκατέρωθεν γευόμενοι τη τέρψη της λαγνείας.

Όλα είχαν ξεχαστεί στη σπασμωδία των ακροδαχτύλων.

Όλα είχαν συγχωρηθεί στον αναστεναγμό μας.

Πόσο καθαρά φαίνονται τα πράγματα όταν είναι γυμνά.

Που είναι τα σταυροδρόμια, κι οι μεγάλες αποφάσεις;

Που πήγανε οι επιπλήξεις κι η ισχύ του κράτους;

Στα κομμάτια, ας κρατούσε λίγο ακόμη.

Λίγο ακόμα η νύχτα αυτή,

λερωμένοι εμείς οι δυο μέσα στη χαλασιά αυτού του αβαείου.

Ήτανε τέτοιο.

Ο χόχλος γράφεται με ένα χι μου είπαν.

Για όνομα του θεού, βγες απ’ αυτόν κι απήλαυσε.


14 Το βοσκόπουλο


Ο ήλιος βρήκε τον τρόπο και εισχώρησε στις βλεφαρίδες.

Ξύπνησα πρώτος.

Ντύθηκα και βγήκα από το αβαείο κοινωνικά βέβηλος.

Κάπνιζα στα όρθια και εισέπνεα την ειρήνευση,

ατένιζα τα όλβια βουνά και συναντούσα την ειλικρίνεια.

Έτσι αισθανόμουν.

Κάπου ενδιάμεσα άκουγα και το κουδούνισμα προβάτων.

Έβλεπα από μακριά τη ποιμνιοβοσκή αργά-αργά να πλησιάζει ώσπου άρχισαν να ξεπροβάλλουν πρόβατα από τον κοντινό λόφο,

ένα-ένα,

γεμάτα μαλλί και ξεθωριασμένη ασπράδα και να προσπερνούν σκυμμένα στον αγρό.

Τελευταίο ανέβηκε ένα ξανθό αγόρι.

Δεκαέξι θα ήταν κι αμόλυντο. Ποιος το έκανε βοσκό;

Αυτό πεινούσε.

Θα σκότωνε για έρωτα σαν ένας άλλος Άγγελος εξολοθρευτής.

Όταν με κατάλαβε από απόσταση γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε ευθύγραμμα.

Η ειλικρίνεια είχε αποδράσει πια, και η ειρήνευση μαζί.

Τα βλέμματα μας συγκρούστηκαν.

Ένιωθα μια αναταραχή, κάτι σαν ζάλη.

Θα έχανα. Βέβαια, μα δεν υπήρχε λόγος.

Τι ηλίθιος που είμαι.

Σήκωσε το μπαστούνι του και μου έγνεψε φιλικά σαν ουράνιος,

ωσάν ολύμπιος αγγελιοφόρος.

Ανταπέδωσα όπως μπορούσα και έσκυψα αμέσως το κεφάλι χάμω στον αγρό, αμάλαχτος αμνός.

Αυτός δεν είχε ιδέα, είχα όμως εγώ.

Αφού έφυγε ανασυντάχθηκα, ύψωσα το κεφάλι και πήγα στη κούνια.

Τη κλώτσησα δαιμονισμένα κι απεχθώς.

Άκουσα ένα άλογο μακριά να χλιμιντρίζει από το φόβο του

κάτι πουλιά στη στέγη του μοναστηριού φτερούγισαν κι έφυγαν μακριά

κι η Ελένη βιαστικά εμφανίστηκε πίσω μου.

« Έλα πάμε σπίτι, σήμερα δεν έχει παιχνίδια».

Έγνεψα καταφατικά με τη κίνηση του κεφαλιού μου κι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε ανέπαφοι.


15 Η επιστροφή


Φτάσαμε σπίτι χωρίς πολλά λόγια.

«Ευτυχώς που ήρθατε, το πρωινό είναι για τρεις, και προς στιγμήν ανησύχησα» είπε χαμογελαστά ο Μάρκος καθώς μας είδε, «καθίστε αμέσως».

Δε κρύψαμε τη πείνα μας. Ήταν το ωραιότερο πρωινό που είχα φάει.

Καθώς τρώγαμε κοίταζα την Ελένη στα κλεφτά υποσκάπτοντας τη μάσκα του ηδονιστή και αυτή καταλάβαινε. Λίγες ήταν οι ώρες που είχαν περάσει,

άπλυτοι ακόμη και αυτό με ευχαριστούσε.

Ένιωθα απελευθερωμένος. Σαν κάτι να είχε αλλάξει μέσα μου.

Δεν υπήρχε λόγος πια να σωπαίνω. Ένιωθα ειλικρινής.

Η ανυποκρισία είχε εξαρθεί στον ουρανό του νησιού.

Όλα έμοιαζαν τόσο αληθινά.

Η υπάκουη κούνια, το βοσκόπουλο με το αγνό βάδισμα,

κι η ηδονή που ένιωσα στο αβαείο, ποιος τολμά να την πει αμαρτία.

Τι μένει; Η Ελένη.

Και ξάστερα θα πω πως δεν είναι ούτε νεράιδα ούτε και Χριστονύμφη,

άνθρωπος είναι.

Όχι, λόγος δεν υπάρχει να σωπαίνω, θέλω να μιλήσω στους ανθρώπους που κάθονται δίπλα μου. Έχω πολλά να πω.

« Καλά μου παιδιά εγώ πρέπει να φύγω τώρα. Θα πάω στο εργαστήριο του Μήλα. Βάζει τη χειμωνιάτικη σοδειά για φούρνισμα σήμερα και θα χρειαστεί βοήθεια.

Οι στάμνες θέλουν χέρια» είπε καθώς σηκώθηκε ο παππούς της Ελένης.

Ήθελα πολύ να του μιλήσω πριν φύγει. Στέκομαι αδρανής για λίγα δευτερόλεπτα ώσπου σηκώνομαι απότομα και τον προλαβαίνω στην αρχή του μονοπατιού,

λίγο πριν χαθεί ολόκληρο το σώμα του στο κατήφορο.

Τον κοιτάω ευθύβολα στα ήσυχα του μάτια και υπέθεσα πως κατανόησε.

Μα δε μου έφτανε. Έπρεπε να σιγουρευτώ. Τέρμα με τις υπόνοιες.

«Θέλω να ξέρεις πως σε συμπαθώ πολύ» του ψιθύρισα με μια άρθρωση που απείχε απ’ το μίλημα αρκετούς μήνες.

Τα απέριττα χαρακτηριστικά του προσώπου του δεν ευνόησαν την έκπληξη του καθώς άκουσε τη φωνή μου. Με φίλησε στο μέτωπο.

«Είσαι η χαρά του καλοκαιριού μου, ο γιος που έχασα νωρίς.

Σε συμπαθώ απέραντα Αλέξανδρε κι έχουμε πολλά να πούμε ακόμη».

Του έπιασα το χέρι και χαιρετηθήκαμε χαμογελαστά.

Το μέλλον μας ειρωνεύεται.

Όπως γυρνούσα είδα την Ελένη όρθια στην άκρη της αυλής να με προσμένει εύθυμη.

Είχε ακούσει.

« Με λένε Αλέξανδρο..»

«Έχεις ωραία φωνή ..έτσι όπως τη φανταζόμουν» με διέκοψε. Επέμεινα.

«Με λένε Αλέξανδρο, είμαι 24άρων χρόνων κι ο πατέρας μου είναι στη φυλακή»


16 Ευκάλυπτη ζωή


Υπάρχουν δύο ειδών ταξίδια.

Τα ταξίδια αναψυχής και τα ταξίδια της φυγής..

Τα ταξίδια αναψυχής γίνονται προγραμματισμένα και παίρνουν κατά κάποιο τρόπο το νόημα της δικαίωσης, της προσωπική ανταμοιβής του ταξιδευτή για όλες τις δυσκολίες που κατάφερε να ξεπεράσει μέσα στη στυγνή καθημερινότητα του χειμώνα.

Και τώρα είναι έτοιμος να απολαύσει.

Αντιθέτως, τα ταξίδια της φυγής γίνονται αναπάντεχα κι συμβολίζουν μίαν ανώφελη και ανεκπλήρωτη ζωή ή καλύτερα την ήττα του ταξιδευτή ως προς τη στυγνή καθημερινότητα μέσα στην οποία δε κατάφερε να ισορροπήσει.

Και τώρα είναι έτοιμος να πληρώσει.

Τι μένει λοιπόν;


Η ερημιά ενός δρόμου ασύχναστου που ‘χει στην άσφαλτο πεσμένη

μια φλοίδα δέντρου, ευκάλυπτου που ξαναβγάζει δέρμα.

Κι αν θα τη πάρει ο άνεμος.

Κι ας τη πάρει.

Εξάλλου η ζωή

μας προλαβαίνει όλους.

Εμείς οι άνθρωποι,

έρμαια του τραγικού σημαίνουμε,

και μοιάζει οδυνηρό

το σώμα μας, δέρμα δε ξαναβγάζει.

Ένα μπουκέτο ολάνθιστο σε μια σκληρή κολώνα

στ’ άκρια δρόμου απόκεντρου το μαρτυράει.

Στη κηδεία του Μάρκου κρατούσα το χέρι της Ελένης συνεχώς.


17 Η επόμενη μέρα


«Με είχε μεγαλώσει από πολύ μικρή με αγάπη και ευαισθησία.

Αυτός μου έμαθε τον κόσμο.

Απ’ τα μάτια του κοιτώ.

Πώς να μη κλαίω.

Θυμάμαι τις βόλτες που κάναμε στα βουνά το καλοκαίρι και μου ‘δειχνε τη φορά των ανέμων, τα χρώματα των φυτών.

Τι χρώμα έχει η ανεμώνη παππού; Χρυσελεφάντινο μου απαντούσε.

Τέτοιο είναι.

Καθώς γυρνούσα απ’ το σχολείο με ρωτούσε για τα μαθήματα της ημέρας ενώ με ζωγράφιζε κι εγώ ποζάριζα σαν κάτι φυσιολογικό.

Περνούσαν τα απογεύματα με αλλεπάλληλα πορτρέτα. Κάθε λογής.

Στα μπαούλο βρίσκονται αριθμημένα.

Σου αρέσει αυτό;

Μου αρέσει παππού μα όχι όπως το χθεσινό. Χαμογελούσε.

Όλα μου άρεσαν.

Στα 12 μου χρόνια μου είπε πως δεν ήταν πραγματικός παππούς μου.

Δε με πείραξε. Είδα πως έβγαζε από πάνω του ένα βάρος.

Δεν έκαμε παιδιά.

Ήμουν η μόνη του συγγενής.

Κι ας τον αγαπούσαν όλοι στο χωριό, ήμασταν μόνοι μας.

Και τώρα έμεινα εγώ μόνη.

Πώς να μη κλαίω.

Δε λογάριαζα έτσι το καλοκαίρι. Σε αγαπούσε.

Στεναχωριέμαι που δε πρόλαβες να τον γνωρίσεις. Δε καταλαβαίνεις τώρα.

Να ταξιδέψεις κόρη μου και να δεις ότι δεν είδα εγώ μου έλεγε. Τι οδύνη.

Ο κόσμος είναι σκληρός, να γλυκάνεις τη ψυχή σου για να γλυκάνει κι αυτός.

Έγινε τόσο απότομα. Τα πάντα μου έδωσε.

Πώς να μη κλαίω.

Δε μίλαγε, παραμιλούσε.

Σε μία μέρα μέσα το πρόσωπο της Ελένης είχε σκληρύνει.

-Πώς να μη κλαίω Αλέξανδρε-

ραγάδιασε εν μια νυκτί.

-Ήτανε όμορφος. Πώς-

Κλάψε

Ο φρυκτωρός των Κυκλάδων κοιμήθηκε επάνω στο ζατρίκιο του.

Δε σε σταματάω, κλάψε όσο μπορείς σα χρύσοπλη εγγόνα.

Δε σε σταματάω. Κλάψε το πεθαμό και ντύσου σκούρα κόρη

που χει στη τσέπη ανεμώνα.


18 Το τέλος


Αν μπορούσα να φέρω την ελαφρότητα, να λύγιζαν τα χείλια της Ελένης για λίγο,

να γούρλωναν τα μάτια της, λίγο τη προσοχή μου να ‘χε.

Το Χαζάιν πιρουίτ να ‘βρισκα του Καζαντζάκη, για τι στιγμή που παίζονταν όλα.

Είμαι τόσο αδούλευτος στη χαρά και το πληρώνω. Πάει πια.

Οι μέρες περνούσαν κι ο χείμαρρος του πένθους έχανε την ορμή του.

Μα δεν έφευγε και δεν έφυγε ποτέ.

Κατακάθισε αιώνια στα μάτια της, σφραγίζοντας το τέλος.

Τι να αγαπήσει, δεν έκανα κουβέντα. Ήθελε να υποφέρει.

Τη κοιτούσα καθώς απομακρυνόταν, καθώς χανόταν σε στιγμές δικές της.

Σε κόσμο ενδόμυχο καθώς πέτρωνε. Δεν έκανα τίποτα να το εμποδίσω.

Κάποιες φορές νόμιζα πως μέσα στο θρήνο της απογοητευόταν,

νομίζοντας πως δε θρηνούσε πραγματικά.

Κι αυτό τη βάραινε κι όλο και προσπαθούσε.

Σμίλευε τη λύπη, την έκανε πιο κοφτερή.

Ο ρόλος της γινόταν πιο σπαραχτικός, ξορκισμός ίδιος.

Κάθε μεγάλος άνθρωπος είναι ηθοποιός του εαυτού του.

Ήθελε να φτάσει στα άκρα, να αυτοπαιδευτεί, να αποτεφρώσει το εγκόσμιο.

Να βγάλει τον κόσμο από μέσα της και ν’ απογυμνωθεί.

Τώρα πια ήξερα πως ο θάνατος ήταν η αφορμή που έψαχνε σε όλη της τη ζωή.

Αυτός που την οδήγησε στην απελευθέρωση.

Λίγες μέρες μετά της είπα πως θα ήταν καλύτερα να φύγω.

« Εγώ θα φύγω, όχι εσύ» απάντησε σκληρά.

Της είπα πως «με αγαπούσες».

«Σε αγαπώ, για πάντα θα σ’ αγαπώ»

Σε δέκα μέρες ακριβώς ετοίμασε τα πράγματα της και πήρε το πρωινό πλοίο.

Η τελευταία φράση που της είπα κοιτώντας την στα μάτια

ικετικά ήταν να «μη φύγεις». Τα ύστερα μου βούλιαξαν.

Καθώς κατέβαινε το μονοπάτι την έβλεπα να πεταλουδίζει.

Να τηνε προβοδίζουν σμήνη νεράιδων με πέπλα μαύρα.

Το ‘χα προβλέψει. Δε θα την έφτανα ποτέ.

Εκείνο το πρωινό η Ελένη λήστεψε το ταξίδι μου.

Εγώ, ο απολλώνιος ταξιδευτής έγινα αυτόχθων θεριστής του πάθους.

Ο νοσταλγός αγόνου τρύγου,

απολωλώς βιγλάτορας της νοσταλγίας.

Με κάρφωσε στη γη, με στέριωσε.


19 Η αρχή. Post morte.


Πέρασαν αρκετοί μήνες σιωπής ώσπου ένα πρωινό ήλθε γράμμα.

Η Ελένη βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια.

Είχε ακούσει για κάποια μακρινή ξαδέρφη της που ζούσε στα μέρη αυτά.

Εκεί όπου έζησαν κι οι γονείς της μα κι η ίδια μέχρι 2 χρονών.

Δε τη βρήκε ποτέ.

Δεν ήξερε καν το όνομα της για να την αναζητήσει.

Μα βρήκε μια πρόχειρη δουλειά στην ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας και έμεινε. Άρχισε να κάνει φίλους. Μου είπε να της γράψω.

Εν τω μεταξύ εγώ δούλευα σε καΐκι όλο το χειμώνα. Βοήθαγα στο ψάρεμα τον καπετάν Δημήτρη. Τα απογεύματα τιθάσευα τις επωδές μου με τη ζωγραφική.

Άλλοτε διάβαζα τα ταξιδιωτικά βιβλία του Μάρκου.

Κάποιες άλλες φορές ανέβαινα στο μοναστήρι, δίπλα στην ακλόνητη κούνια.

Ούτε ο αέρας δε τη κουνούσε πια. Βάλτωσε.

Συναντούσα συχνά εκεί το βοσκόπουλο, το Γιώργη. Κάναμε παρέα ανθρώπεια, άνθρωπος μεταξύ ανθρώπου. Του άρεσε να του λέω ιστορίες για ταξίδια.

Ότι διάβαζα κι εγώ του το μετέφερα. Μια μέρα μου ζήτησε να τα διαβάσει κι αυτός. Έτσι του έμαθα ανάγνωση. Σε 7 μήνες δε χρειαζόταν τις ιστορίες μου, διάβαζε μοναχός του.

Όλα όμως είχαν αλλάξει. Το βήμα μου δεν ήταν οδοιπόρου μα εντόπιου Κυκλαδίτη. Φαυλόβιος και μοναχός, περνούσαν οι μέρες ήσυχες σαν τίποτα.

Πριν πιάσω δουλειά στο λιμάνι, αν είχα χρόνο, έπινα το καφέ στο καφενείο και έκανα πως χαμογελούσα στα πειράγματα των νησιωτών.

Ο χειμώνας έπεφτε βαρύς, άνεμοι δυνατοί και τα τζάμια του καφενέ θάμπωναν από μέσα. Μα η κεντρική πόρτα πάντα έχει ένα καθαρισμένο σημείο στο κέντρο της.

Όλο και κάποιος πηγαίνει να κοιτάξει προς τα έξω και ασυναίσθητα σηκώνει το μανίκι του για να σκουπίσει την άχνα του τζαμιού. Ήταν ο επόμενος χειμώνας, Χριστούγεννα σχεδόν, 16 μήνες μετά, όπου από το σημείο αυτό είδα το ταχυδρόμο.

«Ευτυχώς που είσαι εδώ να μην ανεβαίνω μέχρις επάνω στο βουνό. Έχεις γράμμα από την Ελένη». Όλοι οι συγχωριανοί σώπασαν, κόπασαν τα γέλια τους, δεν είναι η ώρα. Ο φόρος της στιγμής εν εγρηγόρσι.

Καθώς διάβαζα το γράμμα ένιωθα τη γη καμπυλωτή. Την ατμόσφαιρα εύθραυστη και όλα γύρω μου κυρτά, δίχως γωνίες. Θαρρώ πως αν τα έπιανα θα λιώνανε, η θα ξεφεύγαν’ σα μπαλόνια προς τα πάνω. Συνέχιζα να διαβάζω το πάπυρο της αλγηδόνας, άτρεμος. Δεν ήθελα να φανερώσω τη ταραχή μου.

Η Ελένη ήθελε να είναι ειλικρινής Παντρεύεται μου γράφει. «Σχώραμε».

Κρατιόμουν όσο βαστούσα, αμίλητο σφαχτάρι ίδιο.

Σηκώθηκα από το τραπέζι σα να μη συμβαίνει τίποτε, να μη γελοιοποιηθώ μα η καρέκλα σείστηκε ανεπαίσθητα. Τι καταδότης!

Ακούστηκε σαν τρίξιμο. Κάτι θυμήθηκα απ’ τα παλιά.

Κοίταξα ευθύς στο λιμάνι μα με τέτοιο καιρό έξω δε ταξιδεύουνε καράβια.

Πως να δέσουν στο λιμάνι. Η θάλασσα σφαδάζει. Θαλασσοταραχή. Οι ύστατοι τριγμοί σφραγίζουνε τις μπουκαπόρτες. Διαλύονται οι ορισμοί.

Πώς να το πω. Άλεθα τον φρούδο γλυτωμό, τον τίναζα σα πανωφόρι.

Μάταια. Δεν έχανε το βάρος, δεν αλάφρωνε. Άχθος παντοτινός.

Κουβαλητής post morte. Θέ μου, ποιος σέρνει τώρα το φορτίο; Κατάρα!

Κι η ευγένεια ως εδώ. Ζυγίζω την ήττα κι άπραος πια ξεστόμιζα προς πάσα κατεύθυνση καβαφικές βλαστήμιες.


-----

2007

Σ.Ρ.

...